χτυποκάρδι, το, ουσ. [<χτυπώ + καρδιά], το χτυποκάρδι. 1. έντονη ανησυχία για την έκβαση μιας υπόθεσης που μας ενδιαφέρει άμεσα: «έχω μεγάλο χτυποκάρδι για τη δίκη που πρόκειται να γίνει». 2α. έντονο ερωτικό ενδιαφέρον για ένα άτομο ή έντονη ερωτική ανησυχία ή έξαψη για κάποιο άτομο: «όσο και να προσπαθείς, δεν μπορείς να κρύψεις το χτυποκάρδι σου γι’ αυτή τη γυναίκα». (Λαϊκό τραγούδι: στη Μπάρα, στα Σαράγια και στο παλιό τζαμί σ’ αγκάλιαζα τα βράδυα, δε σ’ άφηνα στιγμή, γλυκά μου χτυποκάρδια ωραίοι μου καημοί).β. (γενικά) έντονο ενδιαφέρον για κάποιον: «ο κάθε γονιός δεν μπορεί να κρύψει το χτυποκάρδι του για τα παιδιά του». 3. έντονη ταραχή, έντονη ανησυχία για κάτι, η αγωνία, ο φόβος: «είχα μεγάλο χτυποκάρδι κατά τη διάρκεια των εξετάσεων || πέρασα μεγάλο χτυποκάρδι μέχρι να βγουν τ’ αποτελέσματα των εξετάσεων || να δεις χτυποκάρδι που πέρασα, όταν είδα την νταλίκα να ’ρχεται καταπάνω μου». 4. αντρικό περιοδικό από τα μέσα της δεκαετίας το 1950 μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1960 με ερωτικό περιεχόμενο που ήταν και πολύ διαδεδομένο στους νέους: «όλοι στα νιάτα μας, σπρωγμένοι απ’ τις ερωτικές ανησυχίες μας, ξεφυλλίσαμε και κάποιο “χτυποκάρδι”»·
- τα πρώτα χτυποκάρδια, οι πρώτες ερωτικές ανησυχίες των νέων: «όσα χρόνια κι αν περάσουν, κανείς δεν ξεχνά τα πρώτα χτυποκάρδια». (Λαϊκό τραγούδι: κοντά σου γνώρισα τα πρώτα χτυποκάρδια και της αγάπης μου τις πιο γλυκιές στιγμές! Με τους γλεντζέδες σου ξενύχτησα τα βράδια, μες στα μπαράκια και στις φτωχογειτονιές!).