αφρόκρεμα, η, ουσ. [<αφρός + κρέμα], η αφρόκρεμα. 1. το πιο εκλεκτό τμήμα της κοινωνίας, η αριστοκρατία, η πλουτοκρατία, η στρατιωτική ή η πνευματική ηγεσία: «στη δεξίωση του τάδε ήταν μαζεμένη όλη η αφρόκρεμα της πόλης». Συνών. αθέρας / αφρός / μόστρα. 2α. το πιο εκλεκτό τμήμα ενός συνόλου: «στον εμφύλιο χάθηκε η αφρόκρεμα της νεολαίας». β. το εκλεκτότερο μέρος εμπορεύματος, ιδίως εκείνο που προβάλλεται στη βιτρίνα για να νομίσει ο πελάτης ότι όλο το εμπόρευμα είναι εκλεκτό: «διάλεξε πρωί πρωί την αφρόκρεμα του εμπορεύματος κι άφησε σε μας δεύτερο πράμα». Συνών. αθέρας / αφρός / βιτρίνα (4) / κράχτης (3) / μόστρα (4). 3. λέγεται και ειρωνικά για κακοποιούς ή αλήτες, όταν συγκεντρωθούν πολλοί μαζί ή όλοι μιας περιοχής σε ένα μέρος: «χτες το βράδυ στο κουτούκι του τάδε ήταν μαζεμένη όλη η αφρόκρεμα της πιάτσας»·
- παίρνω την αφρόκρεμα, διαλέγω, ξεδιαλέγω το εκλεκτότερο μέρος εμπορεύματος που προβάλλεται στη βιτρίνα: «δεν αφήνει σε κανέναν πελάτη του να παίρνει την αφρόκρεμα απ’ το εμπόρευμά του». Συνών. παίρνω τη μόστρα / παίρνω τον αθέρα / παίρνω τον αφρό (α).