Χριστοπαναγία, η, ουσ. [<Χριστός + Παναγία], συνήθως στον πλ. οι Χριστοπαναγίες, ακατάσχετο υβρεολόγιο που αναφέρεται στα θεία·
- αρχίζω τις Χριστοπαναγίες, αρχίζω να ξεστομίζω ακατάσχετες βρισιές που αναφέρονται στα θεία: «όταν αρχίζει τις Χριστοπαναγίες, είναι για να βουλώνεις τ’ αφτιά σου»·
- κατεβάζω Χριστοπαναγίες, ξεστομίζω ακατάσχετες βρισιές στα θεία: «όταν τον ακούς να κατεβάζει Χριστοπαναγίες, να ’σαι σίγουρος πως είναι εκτός εαυτού». Συνών. κατεβάζω καντήλια / κατεβάζω Χριστούς και Παναγίες·
- ρίχνω Χριστοπαναγίες, βλ. φρ. κατεβάζω Χριστοπαναγίες·
- του αρχίζω τις Χριστοπαναγίες ή του αρχίζω τις Χριστοπαναγίες του, βλ. φρ. του ρίχνω Χριστοπαναγίες·
- του ρίχνω Χριστοπαναγίες ή του ρίχνω τις Χριστοπαναγίες του, ξεστομίζω εναντίον του ακατάσχετες βρισιές που αναφέρονται στα θεία: «μόλις άρχισε να του ρίχνει τις Χριστοπαναγίες του, ο άλλος πάγωσε».