χοντρός, -ή, -ό, επίθ. [<αρχ. χονδρός], χοντρός. 1. που είναι άξεστος, αγροίκος, που δε χαρακτηρίζεται από ευγένεια, από λεπτότητα : «τι χοντρή συμπεριφορά ήταν αυτή σε γέρο άνθρωπο;». 2. (για πράγματα) που είναι χοντροκαμωμένος, χοντροκομμένος, χοντροδουλεμένος, που δε χαρακτηρίζεται από γούστο, από φινέτσα: «πω πω, τι χοντρό έπιπλο που είναι αυτό!». 3. το ουδ. στον πλ. ως ουσ. τα χοντρά (βλ. λ.). Επίρρ. χοντρά.Υποκορ. χοντρούλικος κ. χοντρούτσικος, -η κ. -ια, -ο. (Ακολουθούν 68 φρ.)· 
- βγάζει χοντρά λεφτά, βλ. λ. λεφτά·
- βγάζει χοντρό χρήμα, βλ. λ. χρήμα·
- γίνεται χοντρό παιχνίδι, βλ. λ. παιχνίδι·
- γίνεται χοντρό χαρτί, βλ. λ. χαρτί·
- έπεσε χοντρά, βλ. φρ. τα ’ριξε χοντρά·
- έπεσε χοντρό γέλιο, βλ. λ. γέλιο·
- έπεσε χοντρό θάψιμο, βλ. λ. θάψιμο·
- έπεσε χοντρό κλάμα, βλ. λ. κλάμα·
- έπεσε χοντρό ξύλο, βλ. λ. ξύλο·
- έχει χοντρά λεφτά, βλ. λ. λεφτά·   
- έχει χοντρό μασούρι, βλ. λ. μασούρι·
- έχει χοντρό μυαλό, βλ. λ. μυαλό·
- έχει χοντρό πακέτο, βλ. λ. πακέτο·
- έχει χοντρό πορτοφόλι, βλ. λ. πορτοφόλι·
- κάνω το χοντρό μου, αφοδεύω, χέζω: «πάω στην τουαλέτα να κάνω το χοντρό μου»· βλ. και φρ. κάνω το ψιλό μου, λ. ψιλός·
- κάνω χοντρές πλάκες, βλ. λ. πλάκα·
- κάνω χοντρό κόλπο, βλ. λ. κόλπο·
- κερδίζει χοντρά λεφτά, βλ. λ. λεφτά·
- κορόιδο χοντρέ! ειρωνική ή κοροϊδευτική έκφραση σε άτομο που ξεγελάστηκε σε κάποια ενέργειά του ή που κάποιοι σκάρωσαν κάποιο παιχνίδι σε βάρος του· 
- μου ’παιξε χοντρό παιχνίδι, βλ. λ. παιχνίδι·
- μου ’ρθε το χοντρό μου, θέλω να αφοδεύσω, να χέσω: «αμάν, μια τουαλέτα, ρε παιδιά, γιατί μου ’ρθε το χοντρό μου!»· βλ. και φρ. μου ’ρθε το ψιλό μου, λ. ψιλός·
- μου σκάρωσε χοντρό παιχνίδι, βλ. λ. παιχνίδι·
- ο λύκος έχει το σβέρκο του χοντρό, γιατί κάνει μόνος του τη δουλειά του, βλ. λ. δουλειά·
- παθαίνω χοντρή πλάκα, βλ. λ. πλάκα·
- παίζεται χοντρό παιχνίδι, βλ. λ. παιχνίδι·
- παίζεται χοντρό χαρτί, βλ. λ. χαρτί·
- παίζονται χοντρά λεφτά, βλ. λ. λεφτά·
- παίρνει χοντρά λεφτά, βλ. λ. λεφτά·
- παίρνει χοντρό μισθό, βλ. λ. μισθός·
- πάω προς χοντρού μου, πηγαίνω να αφοδεύσω, να χέσω: «θ’ αργήσω λίγο, γιατί πάω προς χοντρού μου»· βλ. και φρ. πάω προς ψιλού μου, λ. ψιλός·
- περνώ χοντρά γαζιά, βλ. λ. γαζί·
- περνώ χοντρά λέκια, βλ. λ. λέκι·
- περνώ χοντρό λούκι, βλ. λ. λούκι·
- πέφτω σε χοντρό λούκι, βλ. λ. λούκι·
- πιάνω χοντρά λεφτά, βλ. λ. λεφτά·
- ρίχνω χοντρά λεφτά (για κάτι ή κάπου), βλ. λ. λεφτά·
- σε χοντρές γραμμές, βλ. λ. γραμμή·
- τα λέω χοντρά, μιλώ με τέτοιο τρόπο, που δε νοιάζομαι αν θα θίξω κάποιον: «όταν βλέπω να κάνουν βλακείες, τα λέω χοντρά και δε με νοιάζει τίποτα»·
- τα παίρνει χοντρά, α. κερδίζει πολλά λεφτά από την εργασία του: «άνοιξε ένα φαστφουντάδικο στην καρδιά της αγοράς και τα παίρνει χοντρά». β. κερδίζει μεγάλα ποσά στο χαρτοπαίγνιο: «απ’ την ώρα που κάθισε στο καρέ, τα παίρνει χοντρά». γ. λέγεται για δημόσιο υπάλληλο που δωροδοκείται, χρηματίζεται με μεγάλα ποσά: «αν θέλεις να τελειώσεις γρήγορα τη δουλειά σου, να πας στον τάδε, αλλά πρέπει να ξέρεις πως τα παίρνει χοντρά»·
- τα ’πιασε χοντρά, α. κέρδισε πάρα πολλά χρήματα από νόμιμη ή παράνομη δραστηριότητα: «απ’ τη μέρα που άνοιξε ένα φαστφουντάδικο μέσα στην αγορά, τα ’πιασε χοντρά || έφερε λαθραία τσιγάρα απ’ το εξωτερικό και τα ’πιασε χοντρά». β. λέγεται για δημόσιο υπάλληλο που δωροδοκήθηκε, χρηματίστηκε με μεγάλο χρηματικό ποσό: «τα ’πιασε, δε λέω, αλλά τουλάχιστον τα ’πιασε χοντρά»·
- τα ’ριξα χοντρά, πλήρωσα μεγάλο χρηματικό ποσό τοις μετρητοίς: «πριν από μια βδομάδα πάντρεψα την κόρη μου και τα ’ριξα χοντρά || τα ’ριξα χοντρά σ’ έναν ψευδομάρτυρα, γιατί ήμουν πολύ στριμωγμένος στη δίκη»· βλ. και φρ. του τα ’ριξα χοντρά·
- τα ’σταξα χοντρά, βλ. φρ. τα ’ριξα χοντρά·
- του τα ’πα χοντρά, βλ. φρ. του τα ’ριξα χοντρά·
- του τα ’ριξα χοντρά, τον επέπληξα πολύ αυστηρά με βρισιές και άλλες ακατονόμαστες φράσεις: «μόλις τον είδα να βάζει χέρι στο ταμείο, έγινα έξω φρενών και του τα ’ριξα χοντρά»· βλ. και φρ. τα ’ριξα χοντρά·
- φέρομαι χοντρά, βλ. φρ. κάνω χοντράδες, λ. χοντράδα·
- χοντρά λόγια, βλ. λ. λόγος·
- χοντρές κουβέντες, βλ. λ. κουβέντα·
- χοντρές πλάκες, βλ. λ. πλάκα·
- χοντρή γκάφα, βλ. λ. γκάφα·
- χοντρή δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- χοντρή μπάζα, βλ. λ. μπάζα1·
- χοντρή φωνή, βλ. λ. φωνή·
- χοντρή χειρονομία, βλ. λ. χειρονομία·
- χοντρό ανέκδοτο, βλ. λ. ανέκδοτο·
- χοντρό αστείο, βλ. λ. αστείο·
- χοντρό καζίκι, βλ. λ. καζίκι·
- χοντρό κεφάλι, βλ. λ. κεφάλι·
- χοντρό κόλπο, βλ. λ. κόλπο·
- χοντρό λάδι, βλ. λ. λάδι·
- χοντρό λάθος, βλ. λ. λάθος· 
- χοντρό παιχνίδι, βλ. λ. παιχνίδι·
- χοντρό παράδειγμα, βλ. λ. παράδειγμα·
- χοντρό πέσιμο, βλ. λ. πέσιμο·
- χοντρό πετσί, βλ. λ. πετσί·
- χοντρό φέρσιμο, βλ. λ. φέρσιμο·
- χοντρό ψέμα, βλ. λ. ψέμα·
- χοντρός άνθρωπος, βλ. λ. χοντράνθρωπος·
- χοντρός λογαριασμός, βλ. λ. λογαριασμός·
- ψωμί τυρί δεν είχαμε, χοντρή ψωλή γυρεύαμε, βλ. λ. ψωλή.