χιόνι, το, ουσ. [<μσν. χιόνι <μτγν. χιόνιον, υποκορ. του αρχ. ουσ. χιών ἡ], το χιόνι. Υποκορ. χιονάκι, το. (Ακολουθούν 15 φρ.)·
- γράφ’ τα στο χιόνι ή γράψ’ τα στο χιόνι, μην υπολογίζεις να σου επιστρέψει τα χρήματα που του δάνεισες: «αφού δάνεισες λεφτά σ’ αυτόν τον άνθρωπο, γράφ’ τα στο χιόνι, γιατί είναι μεγάλος μπαταχτσής». Από το ότι ό,τι γράφει κανείς στο χιόνι, εξαφανίζεται μετά από λίγες μέρες, όταν αυτό λιώσει·
- έρχονται (τα) χιόνια στα μαλλιά μου ή έρχονται στα μαλλιά μου (τα) χιόνια, ασπρίζουν τα μαλλιά μου και, κατ’ επέκταση, γερνώ: «μόλις αντιλήφθηκα να ’ρχονται χιόνια στα μαλλιά μου, μ’ έπιασε βαριά κατάθλιψη». (Τραγούδι: περνούν οι μέρες, περνούν τα χρόνια και στα μαλλιά μας έρχονται χιόνια
- έχει χιόνια, (για τηλεοράσεις) η εικόνα δεν είναι καθαρή γιατί παρουσιάζει χιλιάδες λευκές κουκκίδες, που τρεμοπαίζουν και σου δίνουν την εντύπωση πως χιονίζει: «δεν έχει καθαρή εικόνα η τηλεόρασή μου, γιατί, απ’ τη μέρα που χάλασε η κεραία της, έχει χιόνια»·
- θα τον κάνω να πατήσει μαύρο χιόνι, βλ. φρ. θα τον κυνηγήσω μέχρι να πατήσει μαύρο χιόνι· 
- θα τον κάνω να πατήσει παλιό χιόνι, βλ. συνηθέστ. θα τον κυνηγήσω μέχρι να πατήσει μαύρο χιόνι·
- θα τον κυνηγήσω μέχρι να πατήσει μαύρο χιόνι, δε θα τον αφήσω σε ησυχία, θα τον κυνηγήσω, μέχρι να τον πιάσω και να τον εκδικηθώ: «για το κακό που μου ’κανε, θα τον κυνηγήσω μέχρι να πατήσει μαύρο χιόνι». Από το ότι δεν υπάρχει μαύρο χιόνι· 
- θα τον κυνηγήσω μέχρι να τον κάνω μα πατήσει μαύρο χιόνι, βλ. φρ. θα τον κυνηγήσω μέχρι να πατήσει μαύρο χιόνι·
- θα τον κυνηγήσω μέχρι να τον κάνω να πατήσει παλιό χιόνι, βλ. συνηθέστ. θα τον κυνηγήσω μέχρι να πατήσει μαύρο χιόνι·
- μαθημένα τα βουνά απ’ τα χιόνια ή μαθημένα τα βουνά στα χιόνια, βλ. λ. βουνό·
- ο Θεός στα ψηλά βουνά ρίχνει το χιόνι, βλ. λ. Θεός·
- σαν τα χιόνια! επιφώνημα έκπληξης για κάποιον που έρχεται ξαφνικά να μας επισκεφτεί ύστερα από πολύ καιρό και που είναι καλοδεχούμενος. (Λαϊκό τραγούδι: είχα που λες να σε δω κάτι χρόνια, κι ήρθες εχθές ξαφνικά σαν τα χιόνια). Συνών. σαν τα μάραθα(!)·
- συνηθισμένα τα βουνά απ’ τα χιόνια ή συνηθισμένα τα βουνά στα χιόνια, βλ. λ. βουνό·
- το ’στρωσε το χιόνι, βλ. συνηθέστ. το ’στρωσε, λ. στρώνω·
- του Φλεβάρη το χιόνι, είναι στο τηγάνι μέσα, βλ. λ. Φλεβάρης·
- χιόνι του Δεκέμβρη, χρυσάφι του καλοκαιριού, βλ. λ. καλοκαίρι.