αφήνω, ρ. [<αρχ. ἀφίημι], αφήνω. 1. κληροδοτώ: «ο πατέρας μου μ’ άφησε ένα σπιτάκι στην εξοχή». 2. χαρίζω: «έδωσε σε σας τόσα πράγματα, άφησε και σε μένα ένα ρολογάκι». 3α. εγκαταλείπω, παρατώ κάποιον χωρίς προστασία: «άφησε την οικογένειά του για μια παρδαλή». (Λαϊκό τραγούδι: με άφησε μονάχο μου σ’ αυτή τη ζήση, δε θα ξαναγυρίσει).β. εγκαταλείπω, παρατώ κάποιον ή κάτι σε κάποια κατάσταση: «καθώς έτρεχε ο οδηγός με ταχύτητα, χτύπησε τον πεζό και τον άφησε αβοήθητο στο δρόμο || χάλασε τ’ αυτοκίνητό του και τ’ άφησε στην ερημιά». (Λαϊκό τραγούδι: αν δεν πάψεις πια τις τρέλες σου, τις τόσες, θα σ’ αφήσω σου το λέγω να το ξέρεις κι αν δε βάλουμε τα πράματα στη θέση τους συ θα κλαις, θα ξενυχτάς, θα υποφέρεις).4. (για δουλειές ή επιχειρήσεις), αποφέρω κέρδος: «η δουλειά αφήνει καλά λεφτά». 5. (για εμπόρους) πουλώ φτηνά: «για σένα, επειδή σε συμπάθησα, θα τ’ αφήσω πέντε χιλιάδες λιγότερο απ’ την πραγματική τιμή του». 6. (στη γλώσσα της αργκό, ιδίως για χρήματα) χάνω, ιδίως σε τυχερά παιχνίδια, στον τζόγο: «μόλις πήρε το μισθό του, πήγε και τον άφησε στον ιππόδρομο». (Λαϊκό τραγούδι: θα ρίξω πάλι μια ζαριά, ίσως τα οικονομήσω, ή θα τσακώσω την καλή ή όλα θα τ’ αφήσω). 7. στην προστακτ. αορ. άσε, πάψε, σταμάτα να μιλάς, γιατί δε γίνεσαι πιστευτός. (Λαϊκό τραγούδι: σε βαρέθηκα και σπάσε και τα μου ’πες σου ’πα άσε, όλο θα και θα και θα, σπάσε βρε παραμυθά). (Ακολουθούν 296 φρ.)·
- άνεμος που δε σε βλάπτει, άφησέ τον να φυσάει, βλ. λ. άνεμος·
- άσ’ απάνω μου τη δουλειά ή άσ’ τη δουλειά απάνω μου, βλ. λ. δουλειά·
- άσ’ αυτά τα σάπια! ή άσ’ τα σάπια! βλ. λ. σάπιος·
- άσ’ αυτά του κώλου! βλ. λ. κώλος·
- άσ’ τ’ αστεία, βλ. λ. αστείο· 
- άσ’ τ’ αυτά, βλ. λ. αυτός·
- άσ’ τα! απάντηση αποκαρδιωμένου ανθρώπου από τη ζωή του ή από την κακή πορεία των εργασιών του σε άτομο που τον ρωτάει από ενδιαφέρον πώς πας ή πώς τα πας ή πώς πάει ή πώς πάνε τα πράγματα, και έχει την έννοια πως τα πράγματα δεν πάνε καθόλου καλά. (Λαϊκό τραγούδι: άσ’ τα φίλε, μη θυμίζεις την καταραμένη φτώχεια, φεύγει το καλοκαιράκι, μπαίνουνε τα πρωτοβρόχια 
- άσ’ τα κόλπα, βλ. λ. κόλπο·
- άσ’ τα λόγια, βλ. λ. λόγος·
- άσ’ τα λούσα, βλ. λ. λούσο·
- άσ’ τα μα και μου, βλ. λ. μα·
- άσ’ τα μα και ξεμά, βλ. λ. μα·
- άσ’ τα να πάνε! βλ. λ. πάω·
- άσ’ τα να πάνε στ’ ανάθεμα! βλ. λ. ανάθεμα·
- άσ’ τα να πάνε στα κομμάτια! βλ. λ. κομμάτι·
- άσ’ τα πάνε στα τσακίδια! βλ. λ. τσακίδια·
- άσ’ τα να πάνε στην ευχή! βλ. λ. ευχή·
- άσ’ τα να πάνε στην οργή! βλ. λ. οργή·
- άσ’ τα να πάνε στο δαίμονα! βλ. λ. δαίμονας·
- άσ’ τα να πάνε στο διάβολο! βλ. λ. διάβολος·
- άσ’ τα να πάνε στο καλό! βλ. λ. καλό·
- άσ’ τα να πάνε στον κόρακα! βλ. λ. κόρακας·
- άσ’ τα παλαβά! βλ. λ. παλαβός·
- άσ’ τα λόγια τα πολλά ή άσ’ τα πολλά λόγια, βλ. λ. λόγος·
- άσ’ τη θεωρία, βλ. λ. θεωρία·
- άσ’ την κορόιδα βλ. λ. κορόιδα·
- άσ’ την πλάκα, βλ. λ. πλάκα·
- άσ’ το απάνω μου, βλ. λ. απάνω·
- άσ’ το μωρέ τ’ αρχίδι! βλ. λ. αρχίδι·
- άσ’ το να κάθεται, βλ. λ. κάθομαι·
- άσ’ το να πάει! βλ. λ. πάει·
- άσ’ το να πάει στ’ ανάθεμα! βλ. λ. ανάθεμα·
- άσ’ το να πάει στα κομμάτια! βλ. λ. κομμάτι·
- άσ’ το να πάει στα τσακίδια! βλ. λ. τσακίδια·
- άσ’ το να πάει στην ευχή! βλ. λ. ευχή·
- άσ’ το να πάει στην οργή! βλ. λ. οργή·
- άσ’ το να πάει στο δαίμονα! βλ. λ. δαίμονας·
- άσ’ το να πάει στο διάβολο! βλ. λ. διάβολος·
- άσ’ το να πάει στο καλό! βλ. λ. καλός·
- άσ’ το να πάει στον κόρακα! βλ. λ. κόρακας·
- άσ’ το να πάει κατ’ ανέμου! βλ. λ. άνεμος·
- άσ’ το παραμύθι, βλ. λ. παραμύθι·
- άσ’ τον απάνω μου, βλ. λ. απάνω·
- άσ’ τον αυτόν, βλ. λ. αυτός·
- άσ’ τον να βουρλίζεται! βλ. λ. βουρλίζομαι·
- άσ’ τον να κουρεύεται! ή άσ’ τον να πά(ει) να κουρεύεται! βλ. λ.κουρεύομαι·
- άσ’ τον να λέει! βλ. λ. λέω·
- άσ’ τον να πάει! βλ. συνηθέστ. άσ’ τον να κουρεύεται(!)·
- άσ’ τον να πάει στ’ ανάθεμα! βλ. λ. ανάθεμα·
- άσ’ τον να πάει στα κομμάτια! βλ. λ. κομμάτι·
- άσ’ τον να πάει στα τσακίδια! βλ. λ. τσακίδια·
- άσ’ τον να πάει στην ευχή! βλ. λ. ευχή·
- άσ’ τον να πάει στην οργή! βλ. λ. οργή·
- άσ’ τον να πάει στο δαίμονα! βλ. λ. δαίμονας·
- άσ’ τον να πάει στο διάβολο! βλ. λ. διάβολος·
- άσ’ τον να πάει στο καλό! βλ. λ. καλός·
- άσ’ τον να πάει στον κόρακα! βλ. λ. κόρακας·
- άσ’ τον να πάει κατ’ ανέμου! βλ. λ. άνεμος·
- άσ’ τον πρόλογο, βλ. λ. πρόλογος·
- άσε αυτά που ξέρεις! ή άσε εκείνα που ήξερες! βλ. λ. ξέρω·
- άσε μας ή άσε με, μη με ενοχλείς, μη γίνεσαι ενοχλητικός, πάψε, άφησέ με ήσυχο, φύγε από κοντά μου: «άσε με γιατί δεν είμαι καλά και θα ξεσπάσω απάνω σου». (Λαϊκό τραγούδι: άσε με στη βαθιά σκοτούρα και μην αρχίζεις τη μουρμούρα· κόφ’ το γαζί μην το τραβούμε, σβήσε το φως να κοιμηθούμε). Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το ρε παιδάκι μου. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- άσε μας! ή άσε με! βλ. φρ. άσε ρε(!)·
- άσε μας ήσυχο! ή άσε με ήσυχο! βλ. λ. ήσυχος·
- άσε μας κάτω! ή άσε με κάτω! βλ. λ. κάτω·
- άσε μας μωρέ! ή άσε με μωρέ! έκφραση αδιαφορίας για κάτι που μας προτείνουν να κάνουμε: «θα ’θελα να πάρεις κι εσύ μέρος σ’ αυτή τη δουλειά. -Άσε μας μωρέ!». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- άσε με στην ησυχία μου! βλ. λ. ησυχία·
- άσε με στο χάλι μου ή άσε με στο κακό μου το χάλι ή άσε με στο μαύρο μου το χάλι ή άσε με στα χάλια μου ή άσε με στα κακά μου τα χάλια ή άσε με στα μαύρα μου τα χάλια, βλ. λ. χάλι·
- άσε να σε χέσουνε κι αν σε πλύνουν, πες μου το, βλ. λ. πλένω·
- άσε που..., επιπλέον: «δε θέλω να κάνω παρέα μαζί του, γιατί μου είναι αντιπαθητικός, άσε που είναι και απατεώνας»·
- άσε ρε! ή άσε μας ρε! επιφών. έκπληξης, ειρωνείας, αμφισβήτησης, δυσπιστίας ή δυσαρέσκειας, ανάλογα με το ύφος και τον τόνο της φωνής που λέγεται: «ο τάδε έγινε διευθυντής. -Άσε ρε, πώς τα κατάφερε! || ο τάδε βγήκε πρώτος στο τρέξιμο. -Άσε μας ρε, αυτός μέχρι να σηκώσει το δεξί του βρωμάει τ’ αριστερό του! || αποφάσισα να σου δώσω τα δανεικά που μου ζήτησες. -Άσε ρε!». Πολλές φορές, το α του άσε, ακούγεται μακρόσυρτο: άαασε ρε(!) ·
- αυτά που ήξερες να τ’ αφήσεις ή αυτά που ξέρεις να τ’ αφήσεις, βλ. λ. ξέρω·
- αφήνει γένι ή αφήνει γένια, βλ. λ. γένι·
- αφήνει μούσι ή αφήνει μούσια, βλ. λ. μούσι·
- αφήνει μουστάκι ή αφήνει μουστάκια, βλ. λ. μουστάκι·
- αφήνει να περάσει ο ελέφαντας και δείχνει το κουνούπι, βλ. λ. κουνούπι·
- αφήνει τίποτα; βλ. λ. τίποτα·
- αφήνουμε τη δουλειά μας και πάμε καλειά μας, βλ. λ. δουλειά·
- αφήνω αβάντζο (κάποιον), βλ. λ. αβάντζο·
- αφήνω αέρια, βλ. λ. αέρια·
- αφήνω ακάλυπτο (κάποιον), βλ. λ. ακάλυπτος·
- αφήνω αμανάτι, βλ. λ. αμανάτι·
- αφήνω ανοιχτό λογαριασμό (με κάποιον) ή αφήνω ανοιχτούς λογαριασμούς (με κάποιον), βλ. λ. λογαριασμός·
- αφήνω γεια, βλ. λ. γεια·
- αφήνω δρόμο, βλ. λ. δρόμος·
- αφήνω ελεύθερο πεδίο, βλ. λ. πεδίο·
- αφήνω ελεύθερο τον εαυτό μου ή αφήνω τον εαυτό μου ελεύθερο, βλ. λ. εαυτός·
- αφήνω έναν (λίγο) αέρα, βλ. λ. αέρας·
- αφήνω εποχή, βλ. λ. εποχή·
- αφήνω κάβα, βλ. λ. κάβα·
- αφήνω κάγκελο, βλ. λ. κάγκελο·
- αφήνω καλάμι, βλ. λ. καλάμι·
- αφήνω καληνύχτα ή αφήνω την καληνύχτα μου (σε κάποιον ή σε κάποιους), βλ. λ. καληνύχτα·
- αφήνω καπάρο, βλ. λ. καπάρο·
- αφήνω κατά μέρος, βλ. λ. μέρος·
- αφήνω κενό, βλ. λ. κενός·
- αφήνω κέρδος, βλ. λ. κέρδος·
- αφήνω λάσκα, βλ. λ. λάσκα·
- αφήνω λάσκο, βλ. λ. λάσκος·
- αφήνω μαλλί ή αφήνω μαλλιά, βλ. λ. μαλλί·
- αφήνω μέρος, βλ. λ. μέρος·
- αφήνω μεσ’ στη μέση, βλ. λ. μέση·
- αφήνω μια γεύση (σε κάποιον), βλ. λ. γεύση·
- αφήνω μια πορδή, βλ. λ. πορδή·
- αφήνω μπενετάδες, βλ. λ. μπενετάδα·
- αφήνω μπουκάλα, βλ. λ. μπουκάλα·
- αφήνω ντουφέκι, βλ. λ. ντουφέκι·
- αφήνω όνομα, βλ. λ. όνομα·
- αφήνω παξιμάδι, βλ. λ. παξιμάδι·
- αφήνω παραγγελιά, βλ. λ. παραγγελιά·
- αφήνω πιστόλι, βλ. λ. πιστόλι·
- αφήνω πίσω (μου), βλ. λ. πίσω·
- αφήνω σανό, βλ. λ. σανός·
- αφήνω στ’ όνομα (κάποιου κάτι), βλ. λ. όνομα·
- αφήνω στα κρύα του λουτρού (κάποιον), βλ. λ. λουτρό·
- αφήνω στη θέση μου, βλ. λ. θέση·
- αφήνω στη μέση, βλ. λ. μέση·
- αφήνω στην άκρη, βλ. λ. άκρη·
- αφήνω στην μπάντα, βλ. λ. μπάντα·
- αφήνω στην τύχη του (κάποιον ή κάτι), βλ. λ. τύχη·
- αφήνω στο δρόμο (κάποιον), βλ. λ. δρόμος·
- αφήνω στο πόστο μου, βλ. λ. πόστο·
- αφήνω στον τόπο μου, βλ. λ. τόπος·
- αφήνω στους πέντε δρόμους, βλ. λ. δρόμος·
- αφήνω σύξυλο, βλ. λ. σύξυλος·
- αφήνω τα πράγματα να πάρουν το δρόμο τους ή αφήνω τα πράγματα να τραβήξουν το δρόμο τους, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- αφήνω τα προσχήματα, βλ. λ. πρόσχημα·
- αφήνω τα σημάδια μου (κάπου ή σε κάποιον), βλ. λ. σημάδι·
- αφήνω τάμα, βλ. λ. τάμα·
- αφήνω τέντα, βλ. λ. τέντα·
- αφήνω τη γραμμή, βλ. λ. γραμμή·
- αφήνω τη γραμμή μου, βλ. λ. γραμμή·
- αφήνω τη ζωή, βλ. λ. ζωή·
- αφήνω τη σειρά, βλ. λ. σειρά·
- αφήνω τη σειρά μου, βλ. λ. σειρά·
- αφήνω τη στάμπα μου, βλ. λ. στάμπα·
- αφήνω την αράδα, βλ. λ. αράδα·
- αφήνω την αράδα μου, βλ. λ. αράδα·
- αφήνω την καρδιά μου να μιλήσει, βλ. λ. καρδιά·
- αφήνω την κουβέντα στη μέση, βλ. λ. κουβέντα·
- αφήνω την υπογραφή μου, βλ. λ. υπογραφή·
- αφήνω το γάμο και πάω για πουρνάρια ή αφήνω το γάμο και πάω στα πουρνάρια, βλ. λ. γάμος·
- αφήνω το ελεύθερο, βλ. λ. ελεύθερος·
- αφήνω το τιμόνι απ’ τα χέρια μου, βλ. λ. τιμόνι·
- αφήνω τόγκα, βλ. λ. τόγκα·
- αφήνω τόπο, βλ. λ. τόπος·
- αφήνω τσέτουλα, βλ. λ. τσέτουλα·
- αφήνω φέσι,βλ. λ. φέσι·
- αφήνω φήμη, βλ. λ. φήμη·
- αφήνω φλού, βλ. λ. φλου·
- αφήνω φλούδα, βλ. λ. φλούδα·
- αφήνω χώρο, βλ. λ. χώρος·
- άφησαν το λύκο να φυλάει τα πρόβατα, βλ. λ. λύκος·
- άφησε να πέσει η υπογραφή του, βλ. λ. υπογραφή·
- άφησε τα κόκαλά του, βλ. λ. κόκαλο·
- άφησε τα κοκαλάκια του, βλ. λ. κοκαλάκι·
- άφησε την τελευταία του πνοή, βλ. λ. πνοή·
- αφήστε τα μίση κι αρχίστε το γαμήσι, βλ. λ. γαμήσι·
- βράσ’ τα κι άσ’ τα! βλ. λ. βράζω·
- βράσ’ το κι άσ’ το! βλ. λ. βράζω·
- βράσ’ τον κι άσ’ τον! βλ. λ. βράζω·
- γάιδαρο που δε σε βλάπτει, άφησέ τον να γκαρίζει, βλ. λ. γάιδαρος·
- γάμησέ με κι άφησέ με! ή γάμησέ μας κι άφησέ μας! βλ. λ. γαμώ·
- γάμησέ τα κι άφησέ τα! βλ. λ. γαμώ·
- γάμησέ το κι άφησέ το! βλ. λ. γαμώ·
- γάμησε τον κι άφησέ τον! βλ. λ. γαμώ·
- δε θα τ’ αφήσω να περάσει έτσι, βλ. λ. έτσι·
- δε μ’ άφησε δεκάρα (τσακιστή), βλ. λ. δεκάρα·
- δε μ’ άφησε δραχμή (τσακιστή), βλ. λ. δραχμή·
- δε μ’ άφησε πεντάρα (τσακιστή), βλ. λ. πεντάρα·
- δε μ’ άφησε φράγκο (τσακιστό), βλ. λ. φράγκο·
- δεν αφήνει άνθρωπο ν’ αγιάσει, βλ. λ. άνθρωπος·
- δεν αφήνει δεκάρα (τσακιστή), βλ. λ. δεκάρα·
- δεν αφήνει δίφραγκο, βλ. λ. δίφραγκο·
- δεν αφήνει δραχμή (τσακιστή), βλ. λ. δραχμή·
- δεν αφήνει δραχμή για δραχμή, βλ. λ. δραχμή·
- δεν αφήνει δραχμή να πέσει κάτω, βλ. λ. δραχμή·
- δεν αφήνει έναν παρά, βλ. λ. παράς·
- δεν αφήνει κουβέντα να πέσει κάτω, βλ. λ. κουβέντα·
- δεν αφήνει ούτε θηλυκιά γάτα, βλ. λ. γάτα·
- δεν αφήνει ούτε ψύλλο ακαλίγωτο, βλ. λ. ψύλλος·
- δεν αφήνει πεντάρα (τσακιστή), βλ. λ. πεντάρα·
- δεν αφήνει τίποτα, βλ. λ. τίποτα·
- δεν αφήνει τίποτα να πέσει κάτω, βλ. λ. τίποτα·
- δεν αφήνει τσεντέσιμο, βλ. λ. τσεντέσιμο·
- δεν αφήνει φράγκο (τσακιστό), βλ. λ. φράγκο·
- δεν αφήνεις τα κόλπα! βλ. λ. κόλπο·
- δεν αφήνεις τα λόγια! βλ. λ. λόγος·
- δεν αφήνεις τα παλαβά! βλ. λ. παλαβός·
- δεν αφήνεις τα σάπια! βλ. λ. σάπιος·
- δεν αφήνεις τα τρελά σου! βλ. λ. τρελά·
- δεν αφήνεις τη θεωρία! βλ. λ. θεωρία·
- δεν αφήνεις το γάζωμα! βλ. λ. γάζωμα·
- δεν αφήνεις το παραμύθι! βλ. λ. παραμύθι·
- δεν αφήνεις το ψιλό γαζί! βλ. λ. γαζί·
- δεν αφήνεις τον καλαματιανό! βλ. λ. καλαματιανός·
- δεν αφήνεις τον καρσιλαμά! βλ. λ. καρσιλαμάς·
- δεν αφήνεις τον πρόλογο! βλ. λ. πρόλογος·
- δεν αφήνεις τον τσάμικο! βλ. λ. τσάμικος·
- δεν άφησαν παρά τους τέσσερις τοίχους, βλ. λ. τοίχος·
- δεν άφησε αγύριστο λιθάρι, βλ. λ. λιθάρι·
- δεν άφησε άντερο, βλ. λ. άντερο·
- δεν άφησε κολυμπηθρόξυλο, βλ. λ. κολυμπηθρόξυλο·
- δεν άφησε κουκούτσι, βλ. λ. κουκούτσι·
- δεν άφησε λέπι, βλ. λ. λέπι·
- δεν άφησε πέτρα πάνω στην πέτρα, βλ. λ. πέτρα·
- δεν άφησε πόρτα αχτύπητη, βλ. λ. πόρτα·
- δεν άφησε ρουθούνι, βλ. λ. ρουθούνι·
- δεν άφησε σάλιο, βλ. λ. σάλιο·
- δεν άφησε σπυρί, βλ. λ. σπυρί·
- δεν άφησε σταγόνα, βλ. λ. σταγόνα·
- δεν άφησε τίποτα όρθιο, βλ. λ. όρθιος·
- δεν άφησε φλούδα, βλ. λ. φλούδα·
- δεν τ’ αφήνω απ’ τα μάτια μου, βλ. λ. μάτι·
- δεν τον αφήνουν ν’ αγιάσει οι διαβόλοι ή θέλει ν’ αγιάσει, αλλά δεν τον αφήνουν οι διαβόλοι, βλ. λ. διάβολος·
- δεν τον αφήνω απ’ τα μάτια μου, βλ. λ. μάτι·
- δεν τον αφήνω βήμα, βλ. λ. βήμα·
- δεν τον αφήνω να κάνει βήμα, βλ. λ. βήμα·
- δεν τον αφήνω (να σταθεί) σε χλωρό κλαρί (κλαδί), βλ. λ. κλαρί·
- δεν του άφησε (ούτε) τρίχα, βλ. λ. τρίχα·
- δρόμο παίρνει δρόμο αφήνει, βλ. λ. δρόμος·
- είμαι άσ’ τα να πάνε, βρίσκομαι σε άσχημη ψυχική, ψυχολογική ή οικονομική κατάσταση. Συνήθως απάντηση σε κάποιον που μας ρωτάει πώς είσαι ή πώς πας ή πώς τα πας·
- είναι άσ’ τα να πάνε, βλ. φρ. άσ’ τα να πάνε·
- είναι καιρός που μας άφησε, βλ. λ. καιρός·
- εκείνα που ήξερες να τ’ αφήσεις ή εκείνα που ξέρεις να τ’ αφήσεις, βλ. λ. ξέρω·
- η πουτάνα θέλει να κρυφτεί κι η χαρά δεν την αφήνει, βλ. λ. πουτάνα·
- θ’ αφήσω εδώ τα κόκαλά μου, βλ. λ. κόκαλο·
- θ’ αφήσω εδώ τα κόκαλά σου, βλ. λ. κόκαλο·
- θ’ αφήσω εδώ τα κοκαλάκια μου, βλ. λ. κοκαλάκι·
- θέλω να γενώ καλόγερος να σώσω την ψυχή μου, μα δε μ’ αφήνει ο διάβολος που ’χω μέσ’ στο βρακί μου, βλ. λ. διάβολος·
- κάνει η πούτσα να κρυφτεί κι η χαρά δεν την αφήνει, βλ. λ. πούτσα·
- μ’ αφήνει στο πόδι του (κάποιος), βλ. λ. πόδι·
- μ’ αφήνουν αμανάτι, βλ. λ. αμανάτι·
- μ’ αφήνουν απέξω ή μ’ αφήνουν στην απέξω, βλ. λ. απέξω·
- μ’ αφήνουν εκτός νυμφώνος ή μ’ αφήνουν εκτός του νυμφώνος, βλ. λ. νυμφώνας·
- μ’ αφήνουν έξω απ’ το χορό, βλ. λ. χορός·
- μ’ αφήνουν ξεκάρφωτο, βλ. λ. ξεκάρφωτος·
- μ’ αφήνουν στον άσο, βλ. λ. άσος·
- μ’ άφησε δρόμους, βλ. λ. δρόμος·
- μ’ άφησε με τη γλύκα ή μ’ άφησε πάνω στη γλύκα, βλ. λ. γλύκα·
- μ’ άφησε με τη γλύκα στο στόμα, βλ. λ. γλύκα·
- μ’ άφησε με την ψωλή στο χέρι, βλ. λ. ψωλή·
- μ’ άφησε με το καυλί στο χέρι, βλ. λ. καυλί·
- μ’ άφησε με το πουλί στο χέρι, βλ. λ. πουλί·
- μ’ άφησε με το στόμα ανοιχτό ή μ’ άφησε μ’ ανοιχτό το στόμα, βλ. λ. στόμα·
- μ’ άφησε με τον πούτσο στο χέρι, βλ. λ. πούτσος·
- μ’ άφησε μετέωρο, βλ. λ. μετέωρος·
- μ’ άφησε νέτο (σκέτο), βλ. λ. νέτος·
- μ’ άφησε σ’ αναμμένα κάρβουνα, βλ. λ. κάρβουνο·
- μ’ άφησε στο δρόμο, βλ. λ. δρόμος·
- μ’ άφησε τόγκα, βλ. λ. τόνγκα·
- μάθε τέχνη κι άσ’ τηνε κι αν πεινάσεις, πιάσ’ τηνε ή μάθε τέχνη κι άσ’ τηνε κι αν τη χρειαστείς, πιάσ’ τηνε, βλ. λ. τέχνη·
- μας άφησε, το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος πέθανε: «ο παππούς μας άφησε πριν από μια βδομάδα»·
- μας άφησε καιρό, βλ. λ. καιρός·
- μας άφησε χρόνους, βλ. λ. χρόνος·
- ν’ αφήσεις αυτά που ξέρεις ή ν’ αφήσεις εκείνα που ήξερες, βλ. λ. ξέρω·
- ν’ αφήσεις τα πολλά πολλά, βλ. λ. πολύς·
- ο λόγος σου με χόρτασε και το ψωμί σου άσ’ το, βλ. λ. λόγος·
- όποιος αφήνει το έργο του κι άλλες δουλειές γυρεύει, ο διάβολος στον κώλο του φασούλια μαγειρεύει, βλ. λ. δουλειά·
- πάει καιρός που μας άφησε, βλ. λ. καιρός·
- σας την αφήνω, (με παιχτική διάθεση ανάμεσα σε φίλους) φεύγω, αποχωρώ: «παιδιά, πρέπει να φεύγω, γι’ αυτό σας την αφήνω». Το υπονοούμενο είναι την πούτσα, την ψωλή, για να έρθει από κάποιον η απάντηση, αρκετά μας την κρατούσες ή αρκετά μας την έπιανες με την έννοια άντε, καιρός ήταν να φύγεις, ή απλά μόνο ως ανταπόδοση του υπονοούμενου·
- σκυλί που δε σε βλάπτει, άφησέ το να γαβγίζει, βλ. λ. σκυλί·
- σου αφήνω ευχή και κατάρα, βλ. λ. ευχή·
- τι να πω και τι ν’ αφήσω, βλ. λ. είπα·
- τον αφήνω άγαλμα, βλ. λ. άγαλμα·
- τον αφήνω αμανάτι, βλ. λ. αμανάτι·
- τον αφήνω αμανάτο, βλ. λ. αμανάτος·
- τον αφήνω δρόμους, βλ. λ. δρόμος·
- τον αφήνω ελεύθερο, βλ. λ. ελεύθερος·
- τον αφήνω λάσκο, βλ. λ. λάσκος·
- τον αφήνω μάρμαρο, βλ. λ. μάρμαρο·
- τον αφήνω με τα μάτια ανοιχτά ή τον αφήνω μ’ ανοιχτά τα μάτια, βλ. λ. μάτι·
- τον αφήνω με το στόμα ανοιχτό ή τον αφήνω μ’ ανοιχτό το στόμα, βλ. λ. στόμα·
- τον αφήνω να λέει, βλ. λ. λέω·
- τον αφήνω νέτο σκέτο, βλ. λ. νέτος·
- τον αφήνω ξερό, βλ. λ. ξερός·
- τον αφήνω στο έλεος του Θεού, βλ. λ. έλεος·
- τον αφήνω στο πόδι μου, βλ. λ. πόδι·
- τον αφήνω σύξυλο, βλ. λ. σύξυλος·
- τον άφησα κόκαλο, βλ. λ. κόκαλο·
- τον άφησα σέκο, βλ. λ. σέκος·
- τον άφησαν με τα καλτσάκια, βλ. λ. καλτσάκι·
- τον άφησαν με το σώβρακο ή τον άφησαν με τα σώβρακα, βλ. λ. σώβρακο·
- τον άφησαν με τις κάλτσες, βλ. λ. κάλτσα·
- τον άφησαν με το πουκάμισο, βλ. λ. πουκάμισο·
- τον άφησαν νταντέλα, βλ. λ. νταντέλα·
- τον άφησαν ρέστο, βλ. λ. ρέστος·
- τον άφησαν τσιτσίδι, βλ. λ. τσιτσίδι·
- τον άφησε επιτόπου, βλ. λ. επιτόπου·
- τον άφησε στην ίδια τάξη, (για καθηγητές) βλ. λ. τάξη·
- τον άφησε στην ίδια χρονιά, (για καθηγητές) βλ. λ. χρονιά·
- τον άφησε στον τόπο, βλ. λ. τόπος·
- τον άφησε τέζα, βλ. λ. τέζα·
- τον ζωντανό αγάπαγε και τα μνημόσυνα άσ’ τα, βλ. λ. μνημόσυνο·
- του αφήνω μακριά καλούμπα, βλ. λ. καλούμπα·
- του αφήνω (το) δρόμο, βλ. λ. δρόμος·
- χέσ’ τα κι άσ’ τα! βλ. λ. χέζω·
- χέσ’ το κι άσ’ το! βλ. λ. χέζω·
- χέσ’ τον κι άσ’ τον! βλ. λ. χέζω.