χέλι, το, ουσ. [<αρχ. ἐγχέλειον, υποκορ. του ουσ. ἔγχελυς], το χέλι· άτομο και ιδίως γυναίκα με πολύ λυγερό κορμί: «η γκόμενα του τάδε είναι σκέτο χέλι»·
- γλιστράει σαν χέλι ή γλιστράει σαν το χέλι, α. δεν μπορείς να τον αιχμαλωτίσεις, να τον ακινητοποιήσεις, γιατί έχει την ικανότητα ή την τέχνη να κατορθώνει με διάφορες σπασμωδικές κινήσεις να ξεφεύγει από τα χέρια σου: «όποια λαβή κι αν του κάνω, γλιστράει σαν χέλι κι ελευθερώνεται». β. έχει την ικανότητα νααποφεύγει με επιδεξιότητα διάφορους κινδύνους ή διάφορες δυσάρεστες καταστάσεις: «γλίστρησε σαν το χέλι μέσα απ’ τα χέρια της Αστυνομίας»·
- έπιασε το χέλι απ’ την ουρά, λέγεται γι’ αυτούς που αποτυχαίνουν, γιατί επιχειρούν πράγματα που είναι πέρα από τις ικανότητές τους, από τις δυνατότητές τους: «είχε άγνοια από ηλεκτρονικά και θέλησε να ασχοληθεί με εισαγωγές ηλεκτρονικών ειδών και ξέρετε τι έκανε; Έπιασε το χέλι απ’ την ουρά». Από το ότι το χέλι, δύσκολα μπορεί κανείς να το κρατήσει πιάνοντάς το από την ουρά, γιατί γλιστράει·
- κορμί σαν χέλι, βλ. λ. κορμί·
- ξεγλιστράει σαν χέλι ή ξεγλιστράει σαν το χέλι, βλ. φρ. γλιστράει σαν χέλι.