χειρόφρενο κ. χερόφρενο, το, ουσ. [<χειρο- + φρένο], το χειρόφρενο·
- βάζω χειρόφρενο, βλ. συνηθέστ. τραβώ χειρόφρενο·
- έλυσαν χειρόφρενο, (για επαγγελματίες οδηγούς) έλυσαν, σταμάτησαν την απεργία τους: «μετά την ικανοποίηση των αιτημάτων τους, οι οδηγοί των βυτιοφόρων έλυσαν χειρόφρενο»·
- λύθηκε το χειρόφρενο, έφυγε από τη θέση εκείνη που σιγούρευε την ακινητοποίηση του αυτοκινήτου, ξεσφίχτηκε, χαλάρωσε: «ξαφνικά λύθηκε το χειρόφρενο, και παίρνοντας το φορτηγό την κατηγόρα έπεσε με δύναμη πάνω στο περίπτερο»·
- του βάζω χειρόφρενο, βλ. συνηθέστ. του τραβώ χειρόφρενο·
- τράβηξαν χειρόφρενο, (για επαγγελματίες οδηγούς) κατέβηκαν σε απεργία: «οι οδηγοί των βυτιοφόρων, τράβηξαν χειρόφρενο μέχρι να ικανοποιηθούν τα αιτήματά τους»·
- τραβώ χειρόφρενο, διακόπτω, σταματώ απότομα, ιδίως κάποια ενέργειά μου: «απ’ τη στιγμή που κατάλαβα πως με πειράζει το τσιγάρο, τράβηξα χειρόφρενο και δεν το ξανάβαλα στο στόμα μου». Από την εικόνα του οδηγού, που όταν βάζει το αυτοκίνητο στο χώρο στάθμευσης και σβήνει τη μηχανή για να το ακινητοποιήσει, τραβάει και το χειρόφρενο για περισσότερη σιγουριά·
- του τραβώ χειρόφρενο, τον υποχρεώνω βίαια να διακόψει, να σταματήσει κάποια ενέργειά του: «αν δεν του τραβούσα χειρόφρενο, για να σταματήσει να βρίζει, σίγουρα θα πλακωνόταν με τη διπλανή παρέα».