χάφτας, ο, ουσ.
[<χάφτω]. 1. άνθρωπος που πιστεύει κάτι αβασάνιστα, ο βλάκας, ο
ηλίθιος: «είναι τόσο χάφτας, που πιστεύει τον καθένα και του τρώνε τα λεφτά». 2.
ο ύπνος: «εγώ σας αφήνω, γιατί αντιλαμβάνομαι πως έρχεται ο χάφτας». 3. ο
υπναράς: «είναι τόσο χάφτας, που, όπου καθίσει, κοιμάται»·
- βρίσκεται στον πρώτο χάφτα, βλ. συνηθέστ. βρίσκεται στον
πρώτο ύπνο, λ. ύπνος.