αφέντης, ο, πλ. αφέντες κ. αφεντάδες κ. αφέντηδες, οι, θηλ. αφέντρα (βλ. λ.) κ. αφέντισσα, η, ουσ. [<μσν. ἀφέντης <αρχ. αὐθέντης], ο αφέντης. 1. άνθρωπος αρχοντικός και γενναιόδωρος: «όλοι τον συμπαθούν στη γειτονιά, γιατί είναι σωστός αφέντης». (Λαϊκό τραγούδι: και μέσα στην ψαραγορά γιασάν και στους ψαράδες, που μέσα στα μεράκια τους γλεντούν σαν αφεντάδες). 2. (παλιότερα) το αφεντικό, ο ιδιοκτήτης: «ποιος είναι ο αφέντης σ’ αυτό το μαγαζί;». 3α. (παλιότερα) ο πατέρας: «δεν κάνει τίποτα χωρίς να ρωτήσει τον αφέντη του». β. (παλιότερα) ο σύζυγος: «βγαίνει μόνο με τον αφέντη της».
- αφέντης ένας και πολύς, και φίλοι χίλιοι, λίγοι, βλ. λ. φίλος·
- δε γνωρίζει το σκυλί τον αφέντη του, βλ. λ. σκυλί·
- εδώ χάνει ο σκύλος τον αφέντη του, βλ. λ. σκύλος·
- έχει ο αφέντης μας αφέντρα κι η κυρά μας άλλον άντρα, βλ. λ. άντρας·
- η πολλή δουλειά τρώει τον αφέντη, βλ. λ. δουλειά·
- η ψείρα τρώει απ’ τον αφέντη της, βλ. λ. ψείρα·
- να χάνει ο σκύλος τον αφέντη του, βλ. λ. σκύλος·
- ο αφέντης του σπιτιού, (παλιότερα) ο πατέρας, ο σύζυγος: «σ’ αυτό το κρεβάτι κοιμάται με τον αφέντη του σπιτιού || αν δεν καθίσει ο αφέντης του σπιτιού στο τραπέζι, δεν τρώει κανένας»·
- όποιος δουλεύει σαν δούλος, κοιμάται σαν αφέντης, όποιος εργάζεται σκληρά δεν έχει κανέναν ανάγκη και κοιμάται με τη σιγουριά του αφέντη: «είναι τόσο εργατικός άνθρωπος που δεν πρέπει να τον φοβάσαι, γιατί, όποιος δουλεύει σαν δούλος, κοιμάται σαν αφέντης»·
- σαν σκλάβος δούλευε και σαν αφέντης τρώγε, να δουλεύεις πολύ σκληρά στη ζωή σου και παράλληλα να απολαμβάνεις τα αγαθά των κόπων σου: «στη ζωή δυο πράγματα είναι απ’ τα χειρότερα, η τεμπελιά κι η τσιγκουνιά γι’ αυτό, σαν σκλάβος δούλευε και σαν αφέντης τρώγε»·
- πατέρας αφέντης, βλ. λ. πατέρας.