χαρτογιακάς, ο, ουσ. [<χαρτο- + γιακάς]. 1. (ειρωνικά) ο υπάλληλος δημόσιας διοίκησης ή υπηρεσίας, ο γραφειοκράτης: «έμπλεξα μ’ έναν τεμπέλη χαρτογιακά, που μου ’κανε τα νεύρα τιράντες, μέχρι να δεήσει να μ’ εξυπηρετήσει». 2. (υποτιμητικά) άτομο ανάξιο λόγου, ασήμαντο, τιποτένιο: «αν σε ξαναδώ να κάνεις παρέα μ’ αυτόν το χαρτογιακά, θα το αναφέρω στον πατέρα σου».