αφαλός, ο, ουσ. [<μσν. ἀφαλός <αρχ. ὀμφαλός], ο αφαλός·
- επικοινωνείς με τον αφαλό σου; ειρωνικήερώτηση που απευθύνουμε σε κάποιον που μας δίνει την εντύπωση πως δεν καταλαβαίνει πολύ καλά τι του συμβαίνει, πως δεν έχει συνείδηση της πραγματικότητας: «επικοινωνείς με τον αφαλό σου, που μ’ ένα εκατομμύριο θέλεις να χτίσεις ολόκληρο εργοστάσιο;». Συνών. επικοινωνείς με το μυαλό σου(;)·
- θα σου κόψω τον αφαλό, (απειλητικά) θα σε δείρω άγρια, θα σ’ αφαλοκόψω: «αν ξαναενοχλήσεις την κόρη μου, θα σου κόψω τον αφαλό»·
- λύθηκε ο αφαλός μου απ’ τα γέλια ή μου λύθηκε ο αφαλός απ’ τα γέλια, γέλασα έντονα, ξεκαρδίστηκα: «ήταν τόσο πετυχημένο τ’ αστείο του, που μου λύθηκε ο αφαλός απ’ τα γέλια»·
- λύθηκε ο αφαλός μου απ΄ το φόβο ή μου λύθηκε ο αφαλός απ’ το φόβο, τρομοκρατήθηκα: «πετάχτηκε με τέτοιο τρόπο μπροστά μου μέσ’ στο σκοτάδι, που μου λύθηκε ο αφαλός»·
- του ’λυσε τον αφαλό απ’ το ξύλο, τον έδειρε πολύ άγρια, τον αφαλόκοψε: «τον έπιασε ένα βράδυ έξω απ’ το καφενείο και του ’λυσε τον αφαλό απ’ το ξύλο».