χαμαλίκα, η, ουσ. [<χαμαλίκι]. 1. είδος σαμαριού ή μαξιλαριού παραγεμισμένο με άχυρα που το κρεμούσε ο χαμάλης στην πλάτη του χάρη σε δυο μεγάλες θηλιές που υπήρχαν αριστερά δεξιά από όπου περνούσε τα μπράτσα του, για να μεταφέρει τα βαριά αντικείμενα: «αν δεν είχε τη χαμαλίκα στην πλάτη του, θα πληγώνονταν κάθε τόσο από τα διάφορα βάρη που κουβαλάει». 2. το χαμαλίκι (βλ. λ.)·
- τον παίρνω χαμαλίκα, τον μεταφέρω πάνω στην πλάτη μου: «επειδή στραμπούλιξε το πόδι του τον πήρα χαμαλίκα μέχρι το πλησιέστερο φαρμακείο». Συνών. τον παίρνω καβαλίκα.