φύρα, η, ουσ. [<αρχ. φυρώ (υποχωρητ.)], η φύρα·
- είναι φύρα, (για πρόσωπα) δεν έχει καμιά αξία, καμιά ικανότητα και στο χώρο όπου κινείται και εργάζεται προξενεί περισσότερο ζημιά παρά ωφέλεια ή κέρδος: «πέθαναν όλοι οι μεγάλοι πολιτικοί από τον τόπο μας κι όσοι απόμειναν, είναι φύρα || είναι φύρα στην επιχείρησή μου, γιατί δέκα πράγματα μου φτιάχνει κι είκοσι μου χαλάει»·
- έχει φύρα, (για προϊόντα ή αντικείμενα) που όταν υποστούν την κατάλληλη επεξεργασία, κατεργασία ή από διάφορους άλλους λόγους μειώνεται ο όγκος ή το βάρος τους: «είχα πεντακόσια κιλά σιτάρι, αλλά δεν έβγαλα το αντίστοιχο ψωμί σε κιλά, γιατί είχα φύρα κατά το άλεσμα».