φρουτόκρεμα, η, ουσ. [<φρούτο + κρέμα], πολτοποιημένα φρούτα που προσφέρεται ως παιδική τροφή: «η μητέρα τάιζε το μωρό της τη φρουτόκρεμά του»·
- άντε φάε τη φρουτόκρεμά σου! ή φάει πρώτα τη φρουτόκρεμά σου! λέγεται ειρωνικά σε άτομο που χωρίς να έχει τις απαιτούμενες γνώσεις στη ζωή ή σε ένα επάγγελμα λόγω μικρής ηλικίας, θέλει ή προσπαθεί να συμβουλέψει άλλους που είναι και μεγαλύτεροί του, αλλά και πολύ πιο έμπειροι από αυτό: «φάε πρώτα τη φρουτόκρεμά σου κι έπειτα έλα να με συμβουλέψεις!». Συνών. άντε πιες το γαλατάκι σου! ή πιες πρώτα το γαλατάκι σου! / άντε ρούφα τ’ αβγουλάκι σου ή ρούφα πρώτα τ’ αβγουλάκι σου!