φραγκοδίφραγκα, τα, ουσ. [<φράγκο + δίφραγκα], ευτελές χρηματικό ποσό: «εγώ δεν κάνω παζάρια για φραγκοδίφραγκα || είχε άμεση ανάγκη από ρευστό και πούλησε το εξοχικό του για φραγκοδίφραγκα»·
- τα κάνω φραγκοδίφραγκα ή το κάνω φραγκοδίφραγκα, προσπαθώ να δώσω σε κάποιον να καταλάβει κάτι αναλύοντάς το λεπτομερειακά, επεξηγώ: «αν δε μου τα κάνεις φραγκοδίφραγκα δε θα μπορέσω να καταλάβω το σχέδιό σου». Συνών. τα κάνω λιανά ή το κάνω λιανά.