Φούφουτος, ο, ουσ. [κύρ. όν.]. 1. όνομα φανταστικού ανθρώπου, που του αποδίδονται λόγια ή πράξεις κενού περιεχομένου και, κατ’ επέκταση, ο ανόητος, ο βλάκας: «αφού πήρες τη γνώμη αυτού του Φούφουτου, τι να σου πω, θα προκόψεις!». 2. ειρωνική ή υποτιμητική προσφώνηση σε άντρα: «τι θέλεις πάλι, ρε Φούφουτε, και μ’ ενοχλείς;». Με τη λ. αυτή υπάρχει και το εξής λογοπαίγνιο: σε ζητούσε ο Φούφουτος. -Ποιος Φούφουτος; -Ο πούτσος μου ο ξεσκούφωτος.