φούρλα, η, ουσ. [<ιταλ. frulla, προστακτ. του ρ. frullo (= περιστρέφομαι με ταχύτητα)], η περιστροφή ατόμου, ιδίως χορευτή, την ώρα που χορεύει, ή πράγματος γύρω από τον εαυτό του: «πάνω στη φούρλα που προσπάθησε να πραγματοποιήσει ο χορευτής, γλίστρησε κι έπεσε πάνω στην πίστα»·
- κάνω μια φούρλα, καθώς χορεύω, κάνω μια περιστροφική κίνηση γύρω από τον εαυτό μου: «κάθε τόσο έκανε και μια φούρλα, για να εντυπωσιάσει τον κόσμο που παρακολουθούσε»·
- κάνω φούρλες ή κάνω τις φούρλες μου, α. κάνω αλλεπάλληλες χορευτικές περιστροφές γύρω από τον εαυτό μου: «ήταν πολύ ωραίο το θέαμα, όταν ο χορευτής άρχισε να κάνει τις φούρλες του». β. (για πράγματα) περιστρέφομαι συνέχεια γύρω από τον εαυτό μου: «η σβούρα συνέχιζε επί ώρα να κάνει φούρλες»·
- τον φέρνω φούρλα, α. τον νικώ, τον κατανικώ: «φοβάται να μαλώσει μαζί μου, γιατί ξέρει πως τον φέρνω φούρλα». β. τον ξεγελώ, τον εξαπατώ: «σε μένα δεν κάνει τον έξυπνο, γιατί θυμάται πως κάποτε τον έφερα φούρλα».