φούντα, η, ουσ. [<μτγν. φούνδα <λατιν. funda (= θύσανος)], η φούντα. 1. το ακατέργαστο χασίσι: «η φούντα μαζεύεται στις αρχές φθινοπώρου». 2. στον πλ. οι φούντες, ειδικές χάρτινες φούντες που κρέμονται από τα πλάγια και από το κάτω μέρος του χαρταετού και που, κατά τους ειδικούς, θα πρέπει να είναι σύνολο τριανταμία·
- άνοιξε δουλειές με φούντες, βλ. λ. δουλειά·
- έχει δουλειές με φούντες, βλ. λ. δουλειά.