ατραξιόν, η, άκλ. ουσ. [<γαλλ. attraction], η ατραξιόν· συνήθ. εύχρ. στη φρ. είχαμε ατραξιόν, επακολούθησαν επιπλήξεις με άγριες φωνές και φασαρία: «το βράδυ αργήσαμε να γυρίσουμε στο σπίτι κι είχαμε ατραξιόν απ’ τον πατέρα μου». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του.