φορά, η, ουσ. [<αρχ. φορά <φέρω]. 1. η κατεύθυνση προς την οποία κινείται κάτι: «η φορά του ανέμου ήταν νοτιοδυτική || η αλλαγή της φοράς του ανέμου γλίτωσε το χωριό απ’ τη φωτιά». 2. περίπτωση, περίσταση που προσδιορίζεται και χρονικά, χρονική περίοδος ή στιγμή: «την προηγούμενη φορά μας είπες άλλα πράγματα || την επόμενη φορά θα σε τιμωρήσω παραδειγματικά || αυτή τη φορά έχεις άδικο». (Ακολουθούν 60 φρ.)·
- ακόμα μια φορά, βλ. φρ. άλλη μια φορά·
- άλλη μια φορά, α. σε μια άλλη παρόμοια περίπτωση: «θυμάμαι πως άλλη μια φορά που βρέθηκα σε ανάγκη και σου ζήτησα να με βοηθήσεις, αρνήθηκες πάλι όπως και τώρα». β. δηλώνει επίσης την ανάγκη να επαναληφθεί κάτι, ξανά, πάλι, εκ νέου: «δες την υπόθεση άλλη μια φορά και θα δεις πως έχω δίκιο»·
- άλλη φορά, βλ. φρ. μια άλλη φορά·
- άνοιξε για πρώτη φορά τα μάτια του, βλ. λ. μάτι·
- από καμιά φορά, βλ. φρ. καμιά φορά·
- για μια φορά, κατ’ εξαίρεση: «θα σε συγχωρήσω για μια φορά, επειδή είσαι γιος του φίλου μου»·
- για πρώτη και τελευταία φορά, αμετάκλητα, χωρίς επανάληψη, οριστικά: «στο λέω για πρώτη και τελευταία φορά πως δε θα καλύψω ξανά τις παρατυπίες σου || θα σε βοηθήσω τώρα, αλλά το κάνω για πρώτη και τελευταία φορά»·
- για στερνή φορά, για τελευταία φορά: « θα σου το πω για στερνή φορά και θέλω να το βάλεις καλά στο μυαλό σου». (Λαϊκό τραγούδι: τον είδα για στερνή φορά τα μάτια του πριν κλείσει, κι είπε στης Κρήτης το νησί δε θα ξαναπατήσει
- για τελευταία φορά! βλ. φρ. στο λέω για τελευταία φορά(!)·  
- για υστερνή φορά, για τελευταία φορά: «λίγο πριν πεθάνει, φίλησε για υστερνή φορά τα παιδιά του». (Λαϊκό τραγούδι: χτυπάτε τις καμπάνες απόψε θλιβερά, ο κόσμος να ξυπνήσει ν’ ακούσει ένα τραγούδι, που θα το πω με πόνο για υστερνή φορά
- για χιλιοστή φορά, πάρα πολλές φορές: «στο λέω για χιλιοστή φορά πως δε θέλω να κάνεις παρέα μαζί του»·
- δουλειά μια φορά! βλ. λ. δουλειά·
- εκατό φορές, πολύ συχνά: «εκατό φορές πέρασα απ’ το σπίτι για να σε δω και δε σε βρήκα ούτε μια φορά»·
- εκείνη τη φορά, σε εκείνη την περίπτωση, τότε: «εκείνη τη φορά είχες διαφορετική άποψη πάνω στο ίδιο θέμα || εκείνη τη φορά που συναντηθήκαμε ήσουν κάπως στενοχωρημένος»·
- ένα κάρο φορές, βλ. λ. κάρο·
- ένα σωρό φορές, πάρα πολλές φορές, πάρα πολύ συχνά: «ένα σωρό φορές μου ’χεις φερθεί σκάρτα || του το ’πα ένα σωρό φορές να μην κάνει παρέα μ’ αυτόν τον αλήτη, αλλά αυτός το δικό του»·
- η ίδια αλεπού δεν πέφτει δυο φορές στην παγίδα, βλ. λ. αλεπού·
- η στάμνα πολλές φορές πάει στη βρύση και μια φορά σπάει, βλ. λ. στάμνα·
- η φορά των πραγμάτων, ο τρόπος με τον οποίο εξελίσσεται μια κατάσταση, η τροπή, η εξέλιξη που παίρνει μια κατάσταση: «υπάρχει πολιτική αστάθεια κι ανησυχούμε, γιατί δε γνωρίζουμε πώς θα εξελιχθεί η φορά των πραγμάτων»·
- κάθε φορά, όλες τις φορές, πάντα: «κάθε φορά που αργεί, μου λέει την ίδια δικαιολογία». (Λαϊκό τραγούδι: κάθε φορά που ξημερώνει δεκατρείς, δε βγαίνω απ’ το κρεβάτι, κλειδώνω πόρτες και παράθυρα, μα πού να κλείσω μάτι
- κάθε φορά που…, βλ. φρ. όσες φορές·
- καμιά φορά, α. σε αραιά διαστήματα, πότε πότε, σε ορισμένες περιπτώσεις: «καμιά φορά περνάει απ’ το μπαράκι μας και πίνουμε κανένα ποτάκι». (Λαϊκό τραγούδι: κι αν τραβηχτώ καμιά φορά μ’ άλλη γυναίκα πονηρά και λάχει και το μάθεις, να μη μ’ αρχίσεις τον καβγά και τα τσουγκρίσουμε τ’ αβγά κι άλλο κακό μην πάθει). β. κάποτε: «καμιά φορά αποφάσισε να επιστρέψει στο σπίτι του». γ. ποτέ: «καμιά φορά δεν ήρθες να με δεις, όταν ήμουν στο νοσοκομείο || καμιά φορά δε σ’ άκουσα να πεις καλό λόγο για μένα»·
- καμιά φορά κι ο άγνωστος, φρόνιμη γνώμη δίνει, βλ. λ. γνώμη·
- κάποια φορά, (αόριστα) κάποτε στο παρελθόν: «θυμάμαι πως κάποια φορά είχαμε συναντηθεί μ’ αυτόν τον άνθρωπο σε κάποιο συνέδριο». (Λαϊκό τραγούδι: είχα αγαπήσει κάποια φορά,μα βγήκε ψέμα. Τι συμφορά
- με μια φορά, βλ. συνηθέστ. με το πρώτο, λ. πρώτος·
- με την πρώτη φορά, βλ. συνηθέστ. με το πρώτο, λ. πρώτος·
- μερικές φορές, σε ορισμένες περιπτώσεις, ενίοτε: «μερικές φορές γίνεται ο πιο ευχάριστος άνθρωπος του κόσμου»· βλ. και φρ. καμιά φορά·
- μια άλλη φορά, σε μια άλλη παρόμοια ευκαιρία ή περίπτωση, μια άλλη ώρα: «μπορώ να σας απασχολήσω λιγάκι; -Μια άλλη φορά, γιατί τώρα είμαι βιαστικός»·
- μια φορά! (ακούγεται μετά από ουσιαστικό) δηλώνει θαυμασμό: «γυναίκα μια φορά! || άνθρωπος μια φορά! || αυτοκίνητο μια φορά! || σπίτι μια φορά!»·
- μια φορά, α. έτσι ή αλλιώς, πάντως: «μια φορά εγώ έχω ήσυχη τη συνείδησή μου || εγώ μια φορά έκανα το καθήκον μου || εσείς μια φορά δεν πρέπει να στενοχωριέστε, γιατί δώσατε το παρόν σας || όσο κι αν προσπάθησες να τον εμποδίσεις, αυτός μια φορά έκανε τη δουλειά του». β. (αόριστα) κάποτε στο παρελθόν: «απ’ ότι θυμάμαι, μια φορά μου είπες πως μπορώ να βασίζομαι επάνω σου». (Παιδικό τραγούδι: μια γίδα μια φορά κουνούσε την ουρά, κουνούσε την ουρά και μάσαγε γερά
- μια φορά…, λέγεται στην περίπτωση που θέλει να υπερασπιστεί ή να διαχωρίσει κάποιος τη θέση του ή τη θέση άλλου ή άλλων: «εγώ μια φορά σε προειδοποίησα ότι είναι απατεώνας || αυτός μια φορά κλείδωσε το μαγαζί· τώρα, πώς μπήκαν οι άλλοι μέσα είναι για έρευνα»·
- μια φορά γεννιέται ο άνθρωπος, έκφραση για να τονιστεί η αξία της ζωής ή έκφραση με την οποία δικαιολογεί κανείς την τάση που έχει για γλέντια και διασκεδάσεις·
- μια φορά ακόμα, επιπλέον, ξανά: «μια φορά ακόμα αν μου μιλήσεις άσχημα, θα σε σπάσω στο ξύλο». (Λαϊκό τραγούδι: γλέντα φτωχή μου καρδιά μια φορά ακόμα, αύριο θα είναι αργά, θα ’σαι μες στο χώμα
- μια φορά κι έναν καιρό, α. (αόριστα) κάποτε στο μακρινό παρελθόν: «αυτά που λες γίνονταν μια φορά κι έναν καιρό, γιατί οι σημερινοί νέοι σκέφτονται διαφορετικά». (Τραγούδι: μια φορά κι έναν καιρό σε μεγάλο σπιτικό καμαριέρης της κυρίας ήτανε ο Ζαχαρίας και κουμάντο στην κουζίνα έκανε η Αντζουλίνα). β. η απαρχή των παραμυθιών·
- μια φορά με γέννησε η μάνα μου, βλ. λ. μάνα·
- μια φορά στα τόσα ή μια φορά στις τόσες, πολύ σπάνια: «περνάει απ’ το μπαράκι που συχνάζουμε, μια φορά στις τόσες»·
- μια φορά στα χίλια χρόνια, βλ. λ. χρόνος·
- να μην το λέω δυο φορές, πρέπει να γίνει αμέσως αντιληπτό, κατανοητό αυτό που λέω, ή πρέπει να πραγματοποιηθεί χωρίς άλλη επισήμανση αυτό που ζητώ, αυτό που προστάζω, να μην το επαναλάβω: «έλα, ρε παιδάκι μου, είσαι έξυπνος άνθρωπος και δεν πρέπει να το λέω δυο φορές για να το καταλάβεις! || θα κάνετε αυτό που σας είπα και να μην το λέω δυο φορές»·
- να φάω κι εγώ μια φορά γλυκό ψωμί ή να φάμε κι εμείς μια φορά γλυκό ψωμί, βλ. λ. ψωμί·
- ξεχνά η γρουσούζα η πεθερά, πως ήταν νύφη μια φορά, βλ. λ. πεθερά·
- όλες τις φορές, πάντα: «όποτε ζήτησα τη βοήθειά του, με βοήθησε όλες τις φορές»·
- όμορφο είναι τ’ όμορφο πέντε φορές και δέκα, μ’ απ’ όλα ομορφότερο η γνωστική γυναίκα, βλ. λ. γυναίκα·
- όσες φορές, όποτε, κάθε φορά, οσάκις: «όσες φορές χρειάστηκα τη βοήθειά του, με βοήθησε χωρίς δεύτερο λόγο»·
- ούτε μια φορά, ποτέ: «όσες φορές σου ζήτησα να με βοηθήσεις, ούτε μια φορά με βοήθησες || ούτε μια φορά δεν άκουσα κακό λόγο απ’ τα χείλη του»·
- πολλές φορές, συχνά: «περνάει πολλές φορές απ’ αυτό το μπαράκι || συναντιόμαστε πολλές φορές και τα λέμε»·
- πόσες φορές σου το ’πα! σου το έχω πει πολλές φορές: «πόσες φορές σου το ’πα να μην κάνεις παρέα μ’ αυτόν τον απατεώνα!». (Λαϊκό τραγούδι: μη με βαράς κυρ δάσκαλε και μη μου κάνεις κόλπα, ’γω δε μαθαίνω γράμματα, πόσες φορές σου το ’πα
- πρώτη μου φορά ή πρώτη φορά, που δεν υπήρξε άλλη πριν από αυτή: «πρώτη μου φορά έρχομαι σ’ αυτό το μέρος || είναι πρώτη φορά που συναντώ αυτόν τον άνθρωπο || πρώτη φορά τρώω τόσο νόστιμο φαγητό»·
- σε μια φορά, βλ. συνηθέστ. με το πρώτο, λ. πρώτος·
- στερνή φορά, τελευταία φορά: «στερνή φορά που τον είδα, ήταν λίγο πριν φύγει για το εξωτερικό»·
- στο λέω για τελευταία φορά, λέγεται ως τελευταία αυστηρή προειδοποίηση σε κάποιον: «αν ξανακάνεις κοπάνα απ’ τη δουλειά σου, θα πάρεις πόδι κι αυτό στο λέω για τελευταία φορά»·
- την άλλη φορά ή την άλλη τη φορά, α. την επόμενη παρόμοια περίσταση, περίπτωση: «την άλλη φορά που θα συνεδριάσει το συμβούλιο, θ’ ασχοληθούμε με την περίπτωσή σου». β. την προηγούμενη παρόμοια περίσταση, περίπτωση: «μα πώς δε θυμάστε! Την άλλη φορά υπογράψατε παρόμοια αίτηση»·
- την τελευταία φορά, που είναι η πιο κοντινή, η πιο πρόσφατη: «την τελευταία φορά που συναντηθήκαμε, υποστήριζες άλλα πράγματα || την τελευταία φορά που σε είδα, είχες τα χάλια σου»·
- το γκαβό πουλί ο Θεός δυο φορές το βλέπει, βλ. λ. πουλί·
- τόσες φορές, πολλές φορές: «τόσες φορές σου είπα να μην κάνεις φασαρία!». (Λαϊκό τραγούδι: πείνασα, δίψασα, κοιμήθηκα στους δρόμους για την γυναίκα π’ αγαπούσα την κακή, τόσες φορές κυνηγημένος απ’ τους νόμους και άλλες τόσες τραβηγμένος φυλακή
- του παιδιού μου το παιδί είναι δυο φορές παιδί, βλ. λ. παιδί·
- του φτωχού τα ρούχα, δυο φορές του λένε με γεια, βλ. λ. ρούχο·
- του χαρτοπαίχτη, του ψαρά, του κυνηγού το πιάτο, δέκα φορές είν’ αδειανό και μια φορά γεμάτο, βλ. λ. πιάτο·
- υστερνή φορά, τελευταία φορά: «υστερνή φορά που είδα τον τάδε, ήταν τότε που σας είχα δει μαζί»·
- φορές φορές, κατά αραιά διαστήματα, κάποτε κάποτε, πότε πότε: «φορές φορές περνάει απ’ το γραφείο μου και τα λέμε λιγάκι»·
- χίλιες φορές, πάρα πολύ συχνά: «χίλιες φορές πέρασα απ’ το γραφείο του να τον συναντήσω, αλλά πάντα έλειπε || χίλιες φορές στο ’χω πει να μην κάνεις παρέα μ’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί είναι απατεώνας». (Λαϊκό τραγούδι: του το ’χω πει χίλιες φορές πολλά ν’ ακούς, λίγα να λες κι όταν μιλώ εγώ και επιμένω, εσύ να κάνεις τουμπεκί ψιλοκομμένο
- χίλιες φορές χαλάλι, βλ. λ. χαλάλι.