φόρα1, η, ουσ. [<αρχ. φορά <φέρω], γρήγορη κίνηση, ορμή: «τ’ αυτοκίνητο έφυγε με φόρα || τ’ αυτοκίνητο έπεσε με φόρα πάνω στο περίπτερο». (Λαϊκό τραγούδι: και πάτα φρένο, βάσανο, στις φόρες σου, γιατί στο λέω, λόγω τιμής, τρεις θα ’ναι οι ώρες σου!
- βάζω φόρα ή βάζω μια φόρα, α. δίνω ένταση, ιδίως στο τρέξιμό μου: «μόλις τους είδα να ’ρχονται καταπάνω μου, έβαλα φόρα κι εξαφανίστηκα || έβαλα μια φόρα για να τον προλάβω». β. (για αυτοκίνητα ή άλλα τροχοφόρα) αναπτύσσω ταχύτητα: «βάλε λίγη φόρα, γιατί έτσι όπως πάμε θα φτάσουμε του χρόνου στη Θεσσαλονίκη»·
- δίνω φόρα, βλ. συνηθέστ. βάζω φόρα·
- θα πάρεις φόρα και θα μας τα κλάσεις με την όπισθεν! ή θα πάρεις φόρα και θα μου τα κλάσεις με την όπισθεν! (ενν. τ’ αρχίδια), δεν μπορείς να μου κάνεις εντελώς τίποτα, δε σε φοβάμαι, δε σε υπολογίζω διόλου. Δίνεται ως απάντηση στην απειλή κάποιου πως θα μας κάνει κάποιο κακό: «αν σε πιάσω στα χέρια μου, θα σε σακατέψω στο ξύλο. -Θα πάρεις φόρα και θα μας τα κλάσεις με την όπισθεν». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- παίρνω φόρα, α. ενεργώ με ένταση και χωρίς διακοπή: «κάθε φορά που του δίνουν το λόγο, παίρνει φόρα και δε σταματάει με τίποτα || συνήθως δουλεύει με τέμπο, αλλά, όταν πάρει φόρα, δεν τον προλαβαίνει κανένας». (Λαϊκό τραγούδι: όταν παίρνω φόρα, φόρα κατηφόρα, ο Θεός ο ίδιος δε με σταματά). β. ενεργώ ασυγκράτητα, ιδίως μετά από κάποια επιτυχία μου: «κέρδισε μια φορά στο λαχείο και πήρε φόρα ν’ αγοράζει λαχεία». γ. (για αθλητές) παίρνω την απαραίτητη απόσταση, ώστε τρέχοντας να αποκτήσω την κατάλληλη ταχύτητα προκειμένου να επιχειρήσω άλμα ή ρήψη: «ο αθλητής πήρε δεκαπέντε μέτρα φόρα για να πηδήξει στο άλμα τριπλούν || πήρε μεγάλη φόρα, για να ρίξει το ακόντιό του»·
- πάρε φόρα και κλάσε μας τ’ αρχίδια! ή πάρε φόρα και κλάσε μου τ’ αρχίδια! βλ. λ. αρχίδι·
- ρίξ’ το με φόρα ή ρίχ’ το με φόρα ή ρίξ’ τα με φόρα ή ρίχ’ τα με φόρα, προτροπή σε κάποιον να μιλήσει χωρίς να φοβάται: «ρίχ’ το με φόρα αυτό που άκουσες, να ξέρουν ποιος είναι αυτός που υποστηρίζουν! || ρίχ’ τα με φόρα αυτά που άκουσες, να ξέρουν τι κουμάσι είναι ο διευθυντής τους!»·
- του κόβω τη φόρα, α. του αφαιρώ τη μεγάλη οικειότητα, το μεγάλο θάρρος, βάζω φραγμό στις ενέργειές του που εκδηλώνονται με ορμή και με διαχύσεις, τον βάζω στη θέση του: «μόλις μπήκε μέσα, άρχισε τις χαιρετούρες και τα χαμόγελα, όμως ο διευθυντής του του ’κοψε τη φόρα και τον έβαλε να καθίσει σε μια γωνιά». β. τον αποθαρρύνω: «ήθελε να κάνει επέκταση στη δουλειά του, αλλά του ’κοψα τη φόρα, όταν μου ζήτησε τη γνώμη μου».