φόντα, τα, ουσ. [πλ. του ουσ. φόντο <ιταλ. fondo (= βάθος)], το ηθικό, πνευματικό ή χρηματικό κεφάλαιο που διαθέτει ως βάση κάποιος, για να κάνει κάτι, και γενικά, τα προσόντα που διαθέτει κάποιος, για να κάνει κάτι: «δεν έχει τα φόντα να περάσει στο πανεπιστήμιο, γιατί δεν άνοιξε βιβλίο || δεν έχει τα φόντα να πάρει μια τόσο μεγάλη δουλειά, γιατί, απλούστατα, δεν έχει τα λεφτά || δεν έχει τα φόντα να γίνει διευθυντής, γιατί είναι αγράμματος || ο μόνος που έχει τα φόντα να γίνει διευθυντής είναι ο τάδε, γιατί και ένα σωρό διπλώματα έχει, αλλά ξέρει να μιλάει κι ένα σωρό γλώσσες».