φλόκια, τα, ουσ. [πλ. του ουσ. φλόκι <βλάχ. floc <λατιν. floccus ( = χνούδι από στριμμένο μαλλί)], σταγόνες αντρικού σπέρματος και ιδίως εύχρ. στις φράσεις·
- αδειάζω τα φλόκια, εκσπερματώνω πηγαίνοντας ακόμα και με άσχημη γυναίκα μόνο και μόνο επειδή έχω να κάνω καιρό έρωτα: «μόλις βγήκε απ’ τη φυλακή, πήγε με την πρώτη τυχούσα μόνο και μόνο για ν’ αδειάσει τα φλόκια». Συνών. αδειάζω τα κουζινέτα·
- την πήραν τα φλόκια, λέρωσα με σταγόνες από το σπέρμα μου τη γυναίκα με την οποία έκανα έρωτα: «τραβήχτηκα για να μην τελειώσω μέσα της και την πήραν τα φλόκια».