φλιτάρισμα, το, ουσ. [από το θέμα αορ. του ρ. φλιτάρω + κατάλ. -μα], η ενέργεια και το αποτέλεσμα του φλιτάρω·
- έφαγε φλιτάρισμα, βλ. συνηθέστ. έφαγε φλιτ, λ. φλιτ.