φιστίκι, το, ουσ., [<τουρκ. fistik <μτγν. ελλ. πιστάκιον, υποκορ. του ουσ. πιστάκη <περσ. pistah], το φιστίκι·
- θα σου ξηγηθώ αράπικο φιστίκι, (προειδοποιητικά ή απειλητικά) θα σου επιβάλλω τη σεξουαλική πράξη και, κατ’ επέκταση, θα σε τιμωρήσω σκληρά: «κάτσε φρόνιμα, γιατί θα σου ξηγηθώ αράπικο φιστίκι». Η αναφορά στο αράπικο, από το ότι, αυτός που ανήκει στη μαύρη φυλή έχει συνήθως μεγάλο πέος·
- θα σου ξηγηθώ αρμυρό φιστίκι, (προειδοποιητικά ή απειλητικά) α. θα σε δείρω άγρια, θα σε κακοποιήσω: «αν ξαναπείς κακιά κουβέντα για την οικογένειά μου, θα σου ξηγηθώ αρμυρό φιστίκι». Η αναφορά στο αρμυρό από το ότι, αν βάλει κανείς αλάτι πάνω σε χτύπημα, σε πληγή, ο πόνος γίνεται ανυπόφορος, μαρτυρικός. β. θα σου επιβάλλω τη σεξουαλική πράξη και, κατ’ επέκταση, θα σε τιμωρήσω σκληρά.Η αναφορά στο αρμυρό, γιατί το αλάτι, καθώς ανεβάζει την πίεση, υποβοηθάει τη στύση, εξού και το φάε αλάτι κι έλα στο κρεβάτι, βλ. λ. αλάτι·
- κλάνω φιστίκι ή κλάνω φιστίκια, δειλιάζω, φοβάμαι, τρομοκρατούμαι: «δεν μπορεί να τα βάλει μαζί μου, γιατί κλάνει φιστίκι || κάθε φορά που περνώ νύχτα έξω απ’ το νεκροταφείο, κλάνω φιστίκια»·
- ξηγιέμαι αράπικο φιστίκι, βλ. φρ. ξηγιέμαι αρμυρό φιστίκι·
- ξηγιέμαι αρμυρό φιστίκι, , α. δέρνω κάποιον άγρια, τον κακοποιώ: «μη μου κάνεις κόλπα εμένα, γιατί ξηγιέμαι αρμυρό φιστίκι, στο λέω». β. επιβάλλω τη σεξουαλική πράξη: «την πήρα στην γκαρσονιέρα μου και της ξηγήθηκα αρμυρό φιστίκι»·
- ξηγιέμαι ένα φιστίκι, βλ. φρ. ρίχνω ένα φιστίκι·
- πουλιέται σαν φιστίκια, (για προϊόντα) βλ. φρ. φεύγει σαν φιστίκια·
- ρίχνω ένα φιστίκι, επιβάλλω τη σεξουαλική πράξη: «το πρωί μόλις ξύπνησα, έριξα ένα φιστίκι στην κυρά μου κι ύστερα έφυγα για τη δουλειά». Συνών. ρίχνω ένα μανίκι / ρίχνω ένα φισέκι / ρίχνω ένα φοινίκι·
- τραβώ ένα φιστίκι, βλ. φρ. ρίχνω ένα φιστίκι·
- φεύγει σαν φιστίκια, α. (για προϊόντα) έχει μεγάλη ζήτηση, πουλιέται με μεγάλη ευκολία: «έριξα ένα νέο προϊόν στην αγορά και φεύγει σαν φιστίκια». β. (για δουλειές) εξελίσσεται χωρίς καμιά δυσκολία, πανεύκολα: «στην αρχή τη φοβήθηκα τη δουλειά που ανέλαβα, αλλά ευτυχώς φεύγει σαν φιστίκια». Από το ότι, όταν κάποιος αγοράσει φιστίκια, δεν ησυχάζει, αν δεν τα φάει όλα γιατί, καθώς είναι νόστιμα, τρώγονται με μεγάλη ευκολία. Συνών. φεύγει σαν σπόρια / φεύγει σαν στραγάλια / φεύγει σαν ψωμί.