φιλοσοφία, η, ουσ. [<αρχ. φιλοσοφία], η φιλοσοφία· η εγκαρτέρηση, η στωικότητα με την οποία αντιμετωπίζει κανείς τα προβλήματα, τις δύσκολες καταστάσεις της ζωής ή ο προσωπικός τρόπος με τον οποίο εκτιμά κανείς τα πράγματα της ζωής: «η φιλοσοφία της ζωής του είναι ό,τι φάμε, ό,τι πιούμε κι ό,τι αρπάξει ο κώλος μας»·
- δε θέλει φιλοσοφία, δεν απαιτείται πολλή σκέψη, είναι απλό, είναι αυτονόητο, ευνόητο: «δηλαδή, αν αποτύχουμε σ’ αυτή τη δουλειά, θα  καταστραφούμε; -Δε θέλει φιλοσοφία»·
- δε θέλει φιλοσοφία το πράγμα, βλ. φρ. δε θέλει φιλοσοφία·
- δε χρειάζεται φιλοσοφία, βλ. φρ. δε θέλει φιλοσοφία·
- δε χρειάζεται φιλοσοφία το πράγμα, βλ. φρ. δε θέλει φιλοσοφία·
- θέλει (και) φιλοσοφία! βλ. φρ. δε θέλει φιλοσοφία·
- θέλει (και) φιλοσοφία του πράγμα! βλ. φρ. δε θέλει φιλοσοφία·
- μεγάλη φιλοσοφία! ειρωνική παρατήρηση σε άτομο που συμπεραίνει κάτι απλό, αυτονόητο, κάτι ευνόητο: «αν πέσει κανείς στο κενό απ’ το πέμπτο πάτωμα, θα σκοτωθεί. -Μεγάλη φιλοσοφία, τι να σου πω!»·
- χρειάζεται (και) φιλοσοφία! βλ. δε θέλει φιλοσοφία·
- χρειάζεται (και) φιλοσοφία το πράγμα! βλ. φρ. δε θέλει φιλοσοφία.