φαρδομάνικο, το, ουσ. [ουδ. του επιθ. φαρδομάνικος], το ρούχο που έχει φαρδιά μανίκια: «φαρδομάνικο πουκάμισο»·
- καλά ’ν’ τα φαρδομάνικα, μα τα φορούν οι δεσποτάδες, ειρωνική παρατήρηση σε άτομο που επιδιώκει αγαθά και αξιώματα που όμως είναι ανώτερα των δυνατοτήτων του: «αφού δεν έχεις λεφτά μην προσπαθείς να γλεντάς κι εσύ όπως γλεντά αυτός ο βιομήχανος, γιατί καλά ’ν’ τα φαρδομάνικα, μα τα φορούν οι δεσποτάδες».