φακός, ο, ουσ. [<αρχ. φακός (από την ομοιότητα με τον καρπό της φακής)], ο φακός· η μηχανή λήψεως, η κάμερα: «ο φακός έστρεψε προς την πόρτα, από την οποία θα έμπαινε μέσα ο πρωταγωνιστής»·
- ο φακός της επικαιρότητας, το δημόσιο ενδιαφέρον που στρέφεται σε ένα σπουδαίο πρόσωπο ή γεγονός: «ο φακός της επικαιρότητας έπεσε στον τάδε πολιτικό, που επισκέφθηκε τη χώρα μας || οι απανωτοί θάνατοι διάφορων ναρκομανών έστρεψαν το φακό της επικαιρότητας στο πρόβλημα των ναρκωτικών»·
- τον (τη) θέλει ο φακός, λέγεται για άτομο, ιδίως ηθοποιό, που κατά τη φωτογράφηση ή την κινηματογράφηση εμφανίζεται με ζωηρά τα χαρακτηριστικά του προσώπου του, που, αν και δεν είναι πολύ όμορφος, εμφανίζεται όμορφος: «έχει πολλή επιτυχία στις φωτογραφίες που βγαίνει, γιατί τη θέλει ο φακός || αν και δεν είναι όμορφος, εντούτοις στις ταινίες παρουσιάζεται καλλονός, γιατί τον θέλει ο φακός».