ύψιστος, -η, -ο, επίθ. [<αρχ. ὕψιστος], ύψιστος. 1. μια από τις προσωνυμίες του Θεού: «αν θέλει ο Ύψιστος, όλα θα πάνε καλά». 2. ως επιφών. Ύψιστε! δηλώνει απορία, έκπληξη ή θαυμασμό για κάτι που μας λένε ή για κάτι που βλέπουμε: «Ύψιστε, τι θ’ ακούσουμε ακόμα! || Ύψιστε, τι θα δουν ακόμη τα μάτια μας!»·
- ανεξερεύνητες οι βουλές του Υψίστου ή άγνωστες οι βουλές του Υψίστου, βλ. λ. βουλή·
- Ύψιστε Θεέ! ή Ύψιστε Θεέ μου! έκφραση απορίας, έκπληξης ή θαυμασμού για κάτι που μας λένε ή για κάτι που βλέπουμε: «Ύψιστε Θεέ μου, γίνονται ακόμα τέτοια πράγματα! || Ύψιστε Θεέ, μα είναι δυνατό να φιλιούνται τα παλιόπαιδα μπροστά στον κόσμο!».