τυφλός, -ή, -ό, επίθ. [<αρχ. τυφλός], τυφλός. 1. που είναι απόλυτος, απεριόριστος: «δείχνει τυφλή υπακοή || έχει στη γυναίκα του τυφλή εμπιστοσύνη». 2. που έχει χάσει την ικανότητα να κρίνει σωστά: «είναι τυφλός από μίσος». 3. που είναι παράφορος, που δεν υπολογίζει τις επιπτώσεις των πράξεών του: «τυφλός έρωτας || τυφλός φανατισμός». Επίρρ. τυφλά. (Ακολουθούν 21 φρ.)·
-βαδίζω στα τυφλά, α. ενεργώ χωρίς να έχω σαφή προσανατολισμό, χωρίς να γνωρίζω τι θέλω ή τι επιδιώκω: «θέλω να στήσω κι εγώ μια δουλειά, αλλά δεν έχω τη βοήθεια κανενός κι έτσι βαδίζω στα τυφλά». β. βαδίζω χωρίς να ξέρω πού κατευθύνομαι: «μπερδεύτηκα μέσα στα τόσα στενάκια της παλιάς πόλης και τώρα βαδίζω στα τυφλά». γ. ερευνώ για να εξιχνιάσω μια υπόθεση, αλλά δεν έχω σαφή στοιχεία και ενεργώ χωρίς πρόγραμμα, στην τύχη: «πασχίζω να εξιχνιάσω το τάδε έγκλημα, αλλά βαδίζω στα τυφλά, γιατί δεν έχω κανένα στοιχείο στα χέρια μου». Συνών. βαδίζω στα σκοτεινά·
- είναι τυφλό όργανο (κάποιου ή κάποιων), βλ. λ. όργανο·
- έκανε ο κουφός αφτιά και ο τυφλός μάτια, βλ. λ. μάτι·
- έχω τυφλή εμπιστοσύνη (σε κάποιον), βλ. λ. εμπιστοσύνη·
- η δικαιοσύνη είναι τυφλή, βλ. λ. δικαιοσύνη·
- η τύχη είναι τυφλή, βλ. λ. τύχη·
- ο έρωτας είναι τυφλός, βλ. λ. έρωτας·
- πάω στα τυφλά, βλ. φρ. βαδίζω στα τυφλά·
- ποιος τυφλός δε θέλει τα μάτια του! βλ. λ. μάτι·
- ποιος τυφλός δε θέλει το φως του! βλ. λ. φως·
- προχωρώ στα τυφλά, βλ. φρ. βαδίζω στα τυφλά·
- ραντεβού στα τυφλά, α. ραντεβού με ερωτικές προεκτάσεις, κατά το οποίο τα δυο ενδιαφερόμενα άτομα δε γνωρίζονται μεταξύ τους: «αρκετά ραντεβού στα τυφλά έχουν εξελιχθεί σε μεγάλους έρωτες». β. διαπραγματευτική συνάντηση κατά την οποία τα δυο ενδιαφερόμενα μέρη δε γνωρίζουν επακριβώς το αντικείμενο της διαπραγμάτευσής τους: «οι συνδικαλιστές αρνούνται να κάτσουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, γιατί, όπως υποστηρίζουν, δεν είναι διατεθειμένοι να προσέλθουν σ’ ένα ραντεβού στα τυφλά». Η φρ. σε χρήση μετά την ομώνυμη τηλεοπτική εκπομπή στα μέσα περίπου της δεκαετίας του 1990, που παρουσίασαν στο τηλεοπτικό κανάλι Mega η Βάσια Τριφύλλη αρχικά κι έπειτα η Ισαβέλλα Βλασιάδου·
- ρίχνω στα τυφλά, πυροβολώ στην τύχη, χωρίς να στοχεύω συγκεκριμένα κάποιον ή κάπου: «μόλις σκοτείνιασε, ρίχναμε κάθε τόσο στα τυφλά μόνο και μόνο για να κάνουμε αισθητή την παρουσία μας στον εχθρό». (Τραγούδι: απ’ τον έρωτα πληγώθηκα, δε θέλω πια ξανά, μες στο κάστρο μου οχυρώθηκα και ρίχνω στα τυφλά
- στα τυφλά, χωρίς πρόγραμμα, χωρίς προγραμματισμό, τυχαία: «δουλεύει στα τυφλά, γι’ αυτό δεν μπορεί να προκόψει». (Τραγούδι: τόσα χρόνια πάλευα μόνος στα τυφλά, και ταξίδεψα κι αρρώστησα και πέρασα πολλά
- στη χώρα των τυφλών βασιλεύει ο μονόφθαλμος, βλ. φρ. στους τυφλούς βασιλεύει ο μονόφθαλμος·
- στους τυφλούς βασιλεύει ο μονόφθαλμος, αναφορά σε άνθρωπο που αν και είναι άπειρος ή ανίκανος, κατευθύνει άλλους που είναι πιο άπειροι ή πιο ανίκανοι από αυτόν·
- τυφλό δρομάκι, βλ. λ. δρομάκι·
- τυφλό δωμάτιο, βλ. λ. δωμάτιο·
- τυφλό ραντεβού, βλ. φρ. ραντεβού στα τυφλά·
- τυφλός είσαι; α. λέγεται για άτομο που έχει χάσει την ευθυκρισία του, που έχει χάσει την ικανότητα να κρίνει σωστά: «τυφλός είσαι και δε βλέπεις πως αυτός ο απατεώνας θέλει να σου φάει τα λεφτά σου; || τυφλός είσαι και δε βλέπεις πως με τη ζωή που κάνεις οδηγείσαι στην καταστροφή σου;». β. εκνευρισμένη αντίδραση κάποιου προς το άτομο που τον πάτησε ή που τον έσπρωξε δυνατά: «τυφλός είσαι και δε βλέπεις πού πατάς;». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το καλά·
- τυφλός τυφλόν οδήγαγε κι ηύραν κι οι δυο τους λάκκο, όταν δεχόμαστε βοήθεια από ακατάλληλο άνθρωπο τότε είναι βέβαιο πως θα αποτύχουμε και οι δυο.