τσιρίδα, η, ουσ. [<τσιρίζω + κατάλ. -ίδα], διαπεραστική κραυγή: «από ποιον ακούγονται αυτές οι τσιρίδες;». (Ακολουθούν 12 φρ.)·
- βάζω (τις) τσιρίδες, βγάζω διαπεραστικές κραυγές: «μόλις κάνεις και σηκώνεις το χέρι σου να του δώσεις κάνα μπάτσο, βάζει αμέσως τις τσιρίδες»·
- βάλε μια τσιρίδα, κάλεσε κάποιον δυνατά ώστε να σε ακούσει: «φώναξέ μου τον τάδε από απέναντι, αλλά βάλε μια τσιρίδα για να σ’ ακούσει, γιατί υπάρχει πολύς θόρυβος»·
- δε μιλάω με τσιράκια ή δε μιλάω σε τσιράκια, ειρωνική ή απαξιωτική έκφραση σε άτομο που γενικά θεωρούμε πως είναι κατώτερός μας, δεν καταδέχομαι να μιλήσω σε κάποιον που θεωρώ πως είναι κατώτερός μου: «να πας ν’ αποταθείς στον τάδε, γιατί εγώ δε μιλάω σε τσιράκια»·
- μπήγω μια τσιρίδα, βλ. φρ. πατώ μια τσιρίδα·
- μπήγω (τις) τσιρίδες, βλ. φρ. βάζω (τις) τσιρίδες·
- πάτα μια τσιρίδα, βλ. λ. βάλε μια τσιρίδα·
- πατώ μια τσιρίδα, βγάζω μια διαπεραστική κραυγή: «καθώς κάρφωνε ένα καρφί, χτύπησε το δάχτυλό του και πάτησε μια τσιρίδα, που ακούστηκε σ’ όλο το τετράγωνο»·
- πατώ (τις) τσιρίδες, βλ. φρ. βάζω (τις) τσιρίδες·
- του βάζω τις τσιρίδες, τον επιπλήττω εντονότατα: «μόλις τον είδε μεθυσμένο ο πατέρας του, του ’βαλε τις τσιρίδες»·
- του μπήγω τις τσιρίδες, βλ. φρ. του βάζω τις τσιρίδες·
- του πατώ τις τσιρίδες, βλ. φρ. του βάζω τις τσιρίδες·
- τσιρίδα και κακό! δυνατές, έντονες τσιρίδες: «βρε, τσιρίδα και κακό, αυτό το μωρό!».