τσιμπούκι, το, ουσ. [<τουρκ. çubuk]. 1. η καπνοσύριγγα του αργιλέ: «έβαλε σκεφτικός το τσιμπούκι στο στόμα του κι άρχισε να ρουφάει  τον αργιλέ του». (Λαϊκό τραγούδι: φύγε από με, κουτόχορτο, χάσου κι εσύ, τσιμπούκι, ν’ ανοίξω τα ματάκια μου από το μαστουρλούκι). 2. είδος πίπας που καταλήγει σε μια κοιλότητα όπου τοποθετείται ο καπνός: «έχει την εντύπωση πως, όταν καπνίζει με τσιμπούκι, δεν είναι τόσο βλαβερό». (Τραγούδι: το τσιμπούκι του όλο σβήνει κι όλο πίνει, έχει βλέμμα σαν το κύμα αγριωπό κι ένας ναύτης πίσω από ένα φιλιστρίνι τραγουδάει όλο τον ίδιο το σκοπό).3. ο στοματικός έρωτας: «έχω βρει μια γκόμενα που τρελαίνεται για τσιμπούκι». Από την εικόνα του ατόμου που φέρνει το τσιμπούκι στο στόμα του για να καπνίσει και που παρομοιάζεται με το πέος. Για συνών. βλ. λ. πίπα. 4. άντρας χωρίς τιμή και υπόληψη, ο ξευτελισμένος: «πάψε να κάνεις παρέα μ’ αυτό το τσιμπούκι, γιατί σε σχολιάζει όλη η γειτονιά». Από την εικόνα του άντρα που δέχεται να υποστεί από κάποιον άλλον το στοματικό έρωτα·
- κάνω τσιμπούκι, α. (για άνδρες) επιβάλλω τον στοματικό έρωτα: «αν δεν κάνω τσιμπούκι, δεν μπορώ να ευχαριστηθώ κρεβάτι». β. (για γυναίκες) γλείφω, πιπιλώ, το αντρικό σεξουαλικό όργανο: «είναι δασκάλα στον έρωτα και κάνει φοβερό τσιμπούκι». Για συνών. βλ. φρ. κάνω πίπα, λ. πίπα·
- παίρνω ένα τσιμπούκι, δεν αποκομίζω κανένα όφελος, κανένα κέρδος, δεν παίρνω τίποτα: «μου είχαν τάξει χίλια δυο, αν τέλειωνα ένα μήνα πιο μπροστά τη δουλειά κι όταν την τέλειωσα πήρα ένα τσιμπούκι»·
- της τον (τη, το) δίνω τσιμπούκι (ενν. τον πούτσο, τον ψώλο, την πούτσα, την ψωλή, το πέος, το καυλί), της επιβάλλω τον στοματικό έρωτα: «έχω μια γκόμενα που τρελαίνεται, όταν της τον δίνω τσιμπούκι». Για συνών. βλ. φρ. της τον (τη, το) δίνω πίπα, λ. πίπα·
- τον (την, το) παίρνει τσιμπούκι (ενν. τον πούτσο, τον ψώλο, την πούτσα, την ψωλή, το πέος, το καυλί), (ιδίως για γυναίκα) δέχεται, της αρέσει να γλείφει το ανδρικό σεξουαλικό όργανο: «βρήκα μια γκόμενα που της αρέσει πάρα πολύ να τον παίρνει τσιμπούκι». Για συνών. βλ. φρ. τον (την, το ) παίρνει πίπα, λ. πίπα·
- τσιμπούκια ο τίγρης, (στη νεοαργκό) χαρακτηρισμός γυναίκας με ελεύθερες απόψεις για τον έρωτα, ιδίως η μανιώδης πεοθηλάστρια: «γνώρισα μια γκόμενα που είναι τσιμπούκια ο τίγρης».