τσιμουδιά, η, ουσ. [;], ως επιφών. τσιμουδιά!(συμβουλευτικά ή απειλητικά) μην πεις τίποτα, σιωπή(!): «όσο και να σε ζορίσουν, τσιμουδιά!». Συνών. άχνα! / κιχ! / λέξη! / μιλιά(!)·
- δε βγάζω τσιμουδιά, α. δε λέω τίποτα, σωπαίνω: «όταν μιλάει κάποιος ηλικιωμένος, τον ακούω προσεκτικά και δε βγάζω τσιμουδιά». Πρβλ.: δεν τον τουμπάρεις με ψευτιές και τέτοια παραμύθια. Κι αν ξαναβγάλεις τσιμουδιά, θα δεις τι βάρβαρη καρδιά που κρύβω μες στα στήθια! (Λαϊκό τραγούδι). Συνών. δε βγάζω λέξη (α). β. δεν αντιδρώ, δεν απαντώ σε κριτική ή απειλή που μου γίνεται κατά πρόσωπο: «είχα άδικο, γι’ αυτό κι εγώ δεν έβγαλα τσιμουδιά || μόλις τον αγρίεψε ο άλλος, αυτός δεν έβγαλε άχνα». γ. κρύβομαι, ιδίως από ντροπή ή φόβο, και συγκρατώ, όσο μπορώ, την αναπνοή μου, για να μη γίνω αντιληπτός: «όση ώρα ο αστυνομικός στεκόταν στη γωνιά, αυτός στεκόταν ζαρωμένος στο άνοιγμα της πόρτας και δεν έβγαζε τσιμουδιά». δ. δε λέω απολύτως τίποτα, μένω άφωνος: «όση ώρα με συμβούλευε ο πατέρας μου εγώ δεν έβγαζα τσιμουδιά». Συνών. δε βγάζω άχνα / δε βγάζω κιχ / δε βγάζω μιλιά·  
- δε θα βγάλεις τσιμουδιά, (συμβουλευτικά ή απειλητικά) δε θα πεις απολύτως τίποτα: «ό,τι και να σε ρωτήσουν, εσύ δε θα βγάλεις τσιμουδιά». Συνών. δε θα βγάλεις άχνα / δε θα βγάλεις κιχ / δε θα βγάλεις λέξη / δε θα βγάλεις μιλιά·
- δε θέλω τσιμουδιά, απαιτώ απόλυτη ησυχία: «όσο θα λείπω, δε θέλω τσιμουδιά». Συνών. δε θέλω άχνα / δε θέλω κιχ / δε θέλω τσικ·
- δεν ακούγεται τσιμουδιά, επικρατεί απόλυτη ησυχία: «όταν πέφτει ο πατέρας για ύπνο, δεν ακούγεται τσιμουδιά». Συνών. δεν ακούγεται αναπνοή / δεν ακούγεται ανάσα / δεν ακούγεται κιχ / δεν ακούγεται μιλιά / δεν ακούγεται τσικ·
- δεν ακούς τσικ, βλ. φρ. δεν ακούγεται τσικ·
- δεν έβγαλε τσιμουδιά, δεν ξεστόμισε ούτε λέξη, έμεινε άφωνος: «όσο και να φώναζε ο άλλος, επειδή κατάλαβε το σφάλμα του, δεν έβγαλε τσιμουδιά»·
- μη βγάλεις τσιμουδιά! ή να μη βγάλεις τσιμουδιά! βλ. φρ. δε θα βγάλεις τσιμουδιά·
- μην ακούσω τσιμουδιά ή να μην ακούσω τσιμουδιά βλ. φρ. δε θέλω τσιμουδιά.