άσπρη,
η, ουσ. [θηλ.
του επιθ. άσπρος], (στη γλώσσα των ναρκωτικών) η ηρωίνη, η κοκαΐνη: «η άσπρη
οδηγεί κατευθείαν στο θάνατο». Από το ότι τα ναρκωτικά αυτά έχουν άσπρο χρώμα.
(Λαϊκό τραγούδι: ζάρια ρίχναν στις κουβέρτες, άσπρες μαύρες είν’
αβέρτες)·
- είμαι
στην άσπρη, βλ. φρ. είμαι στ’ άσπρα, λ. άσπρο·
- πέφτω
στην άσπρη, βλ. φρ. πέφτω στ’ άσπρα, λ. άσπρο.