τσιγκέλι κ. τσεγκέλι, το, ουσ. [<τουρκ. çengel], σιδερένιο άγκιστρο, σιδερένιος γάντζος στον οποίο κρεμούν τα κρέατα: «ο χασάπης κρέμασε το αρνί στο τσιγκέλι». Υποκορ. τσιγκελάκι, το (βλ. λ.)·
- μουστάκι σαν τσιγκέλι ή μουστάκια σαν τσιγκέλι, το μουστάκι που οι δυο άκρες του είναι στριμμένες προς τα πάνω, όπως και η αιχμηρή άκρη του τσιγκελιού: «είχε ένα μουστάκι σαν τσιγκέλι || τα μουστάκια του ήταν σαν τσιγκέλι || κάθε τόσο έστριβε το μουστάκι του, που ήταν σαν τσιγκέλι»· 
-του βγάζεις τα λόγια με το τσιγκέλι ή του παίρνεις τα λόγια με το τσιγκέλι, βλ. λ. λόγος·
-του τα βγάζεις ένα ένα με το τσιγκέλι ή του τα βγάζεις με το τσιγκέλι ή του τα παίρνεις ένα ένα με το τσιγκέλι ή του τα παίρνεις με το τσιγκέλι (ενν. τα λόγια),  βλ. φρ. του βγάζεις τα λόγια με το τσιγκέλι.