τσακ, το, άκλ. ουσ. [ηχομιμητική λ. από τον ήχο που αφήνει ένα ξερό κλαδί, όταν το σπάζουμε], δηλώνει ξαφνικό και όχι δυνατό ήχο που συνοδεύεται απαραίτητα από κάποιο περιστατικό: «την ώρα που τα δυο αδέρφια ήταν έτοιμα ν’ αρπαχτούν, τσακ, άνοιξε η πόρτα και μπήκε μέσα στο σπίτι ο πατέρας τους»·
- είμαι στο τσακ, α. είμαι πανέτοιμος για να δράσω: «μόλις ετοιμαστείς, ειδοποίησε με να ’ρθω να σε πάρω, γιατί θα είμαι στο τσακ». β. βρίσκομαι στο τελευταίο στάδιο της υπομονής μου, είμαι έτοιμος να εκραγώ, να ξεσπάσω: «με τις βλακείες που λέει, είμαι στο τσακ να τον πλακώσω στο ξύλο»·
- ήρθε στο τσακ, ήρθε την τελευταία στιγμή, μόλις που πρόλαβε: «παραλίγο να ’χανε το τρένο, αλλά ευτυχώς, ήρθε στο τσακ». Συνών. ήρθε στο τσαφ·
- ήρθε τσακ στην ώρα του, βλ. λ. ώρα·
- μ’ έφερε στο τσακ ή μ’ έχει φέρει στα τσακ, με έφερε στο τελευταίο στάδιο της υπομονής μου, εξάντλησε την υπομονή μου: «μόλις άρχισε να βρίζει, μ’ έφερε στο τσακ και τον πέταξα έξω απ’ το μαγαζί»·
- πάνω στο τσακ, την επίκαιρη, την κατάλληλη, την τελευταία στιγμή, ακριβώς: «ήταν έτοιμος να μαλώσει, αλλά ήρθε πάνω στο τσακ ο αδερφός του και τον πήρε». Συνών. πάνω στο τσαφ·
- πρόλαβα στο τσακ τη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- στο τσακ, βλ. φρ. πάνω στο τσακ·
- στο τσακ τσακ, βλ. συνηθέστ. στο τσάκα τσάκα, λ. τσάκα τσάκα·
- το πρόλαβα στο τσακ, λίγοπριν πραγματοποιηθεί κάτι, καλό ή κακό, την τελευταία στιγμή: «μόλις είδα το ποτήρι να πέφτει, το πρόλαβα στο τσακ, πριν πέσει στο πάτωμα και τ’ άρπαξα». Συνών. το πρόλαβα στο τσαφ·
- τον πρόλαβα στο τσακ, λίγο πριν ενεργήσει, λίγο πριν πραγματοποιήσει κάτι, καλό ή κακό, την τελευταία στιγμή: «είχε φύγει στο αεροδρόμιο και τον πρόλαβα στο τσακ, πριν επιβιβαστεί στο αεροπλάνο». Συνών. τον πρόλαβα στο τσαφ.