τριχίτσα, η, ουσ. [υποκορ. του ουσ. τρίχα], ιδίως εύχρ. στη φρ. τριχίτσα δική μου ή τριχίτσα μου ή τριχίτσες δικές μου ή τριχίτσες μου, φράση που όποιος από τους παίχτες προλάβαινε να την πει πρώτος, αποκτούσε πλεονέκτημα στο παιχνίδι των βώλων, στην περίπτωση εκείνη που, ο ένας παίχτης, πλησίαζε με τη βολή που έκανε το βώλο του άλλου παίχτη σε απόσταση πιθαμής. Αν η πιθαμή του παίχτη που έκανε τη βολή κάλυπτε εμφανώς την απόσταση που χώριζε τους δυο βώλουςκαι τους καπάκωνε με τον αντίχειρα και το μικρό του δαχτυλάκι σε έκταση πιθαμής, τότε κέρδιζε το βώλο του αντιπάλου του. Αν όμως η πιθαμή του ήθελε ακόμα κάτι ελάχιστο (δηλ. μια τριχίτσα) να καλύψει την απόσταση που χώριζε τους δυο βώλους, τότε, αν είχε προλάβει να επικαλεστεί τη φράση, η ελάχιστη αυτή διαφορά, ήταν σαν να μην υπήρχε, κι έτσι κέρδιζε το βώλο του αντιπάλου του. Στην περίπτωση όμως που τη φράση προλάβαινε να επικαλεστεί ο αντίπαλος παίχτης, τότε η διαφορά παρέμενε διαφορά και το παιχνίδι συνεχιζόταν χωρίς απώλεια βώλου. Ο πλ. γιατί πολλές φορές η πιθαμή γινόταν και με τις δυο παλάμες ως εξής: ο παίχτης ένωνε στις άκρες τους δυο αντίχειρές του και τα δυο μεγάλα του δάχτυλα και τα πίεζε με δύναμη προς τα έξω για να μπορέσει να δώσει το μεγαλύτερο δυνατό άνοιγμα στην πιθαμή του.