τριαντάφυλλο, το, ουσ. [<μσν. τριαντάφυλλον (ενν. ρόδον) <τριάντα + φύλλον], το τριαντάφυλλο. (Ακολουθούν 11 φρ.)·
- άνοιξε ο κώλος μου σαν τριαντάφυλλο, βλ. λ. κώλος·
- άνοιξε το κεφάλι μου σαν τριαντάφυλλο, βλ. λ. κεφάλι·
- γίνομαι κόκκινος τριαντάφυλλο ή γίνομαι κόκκινος σαν τριαντάφυλλο ή γίνομαι κόκκινος σαν το τριαντάφυλλο, κοκκινίζω πάρα πολύ, ιδίως από ντροπή: «κάθε φορά που ακούει σόκιν ανέκδοτα, γίνεται κόκκινος σαν τριαντάφυλλο». Το κοκκίνισμα από θυμό, αποδίδεται συνήθως με το γίνομαι κόκκινος παντζάρι·
- δεν υπάρχουν τριαντάφυλλα χωρίς αγκάθια, ακόμα και οι καλοί, οι ωραίοι άνθρωποι έχουν τα ελαττώματά τους: «κανείς μας δεν είναι τέλειος, γιατί δεν υπάρχουν τριαντάφυλλα χωρίς αγκάθια». Συνών. δεν υπάρχει αλεύρι, όσο ψιλό κι αν είναι, που να μην έχει πίτουρα, δεν υπάρχει κρασί, όσο καθαρό κι αν είναι, που να μην έχει κατακάθι / δεν υπάρχει δέντρο, όσο καλό κι αν είναι, που να μην έχει ρόζους·
- έγινε ο κώλος μου σαν τριαντάφυλλο, βλ. λ. κώλος·
- ένα τριαντάφυλλο δε φέρνει την άνοιξη, βλ. φρ. ένας κούκος δε φέρνει την άνοιξη, λ. κούκος·
- κοκκινίζω σαν τριαντάφυλλο ή κοκκινίζω σαν το τριαντάφυλλο, βλ. φρ. γίνομαι κόκκινος τριαντάφυλλο.
- μου ’κανε την καρδιά  τριαντάφυλλο, βλ. λ. καρδιά·
- όποιος αγαπά το τριαντάφυλλο, αγαπά και το αγκάθι του, αγαπά κανείς κάποιον με τα ελαττώματά του: «αφού την αγαπάς, μη μου λες αν δεν είχε το ένα ή αν δεν είχε το άλλο, γιατί όποιος αγαπά το τριαντάφυλλο, αγαπά και το αγκάθι του»·
- σε πήρα για τριαντάφυλλο, μα βγήκες γαϊδουράγκαθο, λέγεται για άτομο που αν και είναι όμορφο, εντούτοις έχει κακά αισθήματα: «με ξεγέλασες με την ομορφιά σου, γιατί σε πήρα για τριαντάφυλλο, μα βγήκες γαϊδουράγκαθο»·
- του άνοιξα το κεφάλι σαν τριαντάφυλλο, βλ. λ. κεφάλι.