τρεχιό, το, ουσ. [<τρέχω (υποχωρητ.)], το γρήγορο, τον έντονο τρέξιμο, η τρεχάλα, το τρεχαλητό: «δεν μπορεί κανένας να του παραβγεί στο τρεχιό»·
- έβαλε ένα τρεχιό! ή έβαλε τρεχιό, βλ. φρ. πάτησε ένα τρεχιό(!)·
- έριξε ένα τρεχιό! ή έριξε τρεχιό, βλ. συνηθέστ. πάτησε ένα τρεχιό(!)·
- πάτησε ένα τρεχιό! ή πάτησε τρεχιό, το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, άρχισε να τρέχει γρήγορα: «μόλις έμαθε πως στο παρακάτω στενό δέρνουν τον αδερφό του, πάτησε ένα τρεχιό να πάει να τον βοηθήσει!». Πολλές φορές, μετά το τέλος της φρ. ακολουθεί το μα τι τρεχιό!