τρελαίνω, ρ. [<τρελός + κατάλ. -αίνω], τρελαίνω. 1. βασανίζω, ταλαιπωρώ, ξετρελαίνω κάποιον πολύ: «σ’ όποιον αρχίζει την κουβέντα, τον τρελαίνει! || τρέλανε τον κόσμο με τις φωνές του! || είναι τόσο άστατη, που σε τρελαίνει με τα ναι και με τα όχι της». (Λαϊκό τραγούδι: με μπουζούκια, μπαγλαμάδες τρέλαναν τους σατανάδες κι απ’ το κέφι ζαλισμένοι χόρευαν οι κολασμένοι). 2. κάνω κάποιον να νιώσει παράφορη αγάπη ή επιθυμία για κάποιον ή για κάτι: «απ’ τη μέρα που τη γνώρισε, τον τρέλανε με τις τσαχπινιές της». (Λαϊκό τραγούδι: η ομορφιά της τρέλανε την Κοκκινιά κι εμένα κι όταν τη δουν τα μάτια μου, στάζ’ η καρδιά μου αίμα). (Ακολουθούν 18 φρ.)·
- θα με τρελάνεις; ή θα μας τρελάνεις; βλ. συνηθέστ. πόσα θες να μας τρελάνεις(;)·
- θα με τρελάνεις! ή θα μας τρελάνεις! βλ. φρ. μη με τρελαίνεις(!)·
- με τρέλανε ή μ’ έχει τρελάνει, α. κάνει συνέχεια κάτι που με ενοχλείαφόρητα ή που αποβαίνει σε βάρος μου: «πάρ’ τον από δίπλα μου, γιατί με τρέλανε με τη φλυαρία του || δε θέλω να ξαναβγώ μαζί του, γιατί μ’ έχει τρελάνει στην τράκα». β. αισθάνομαι παράφορη αγάπη ή επιθυμία για κάποιον: «απ’ τη μέρα που τη γνώρισα, με τρέλανε». (Λαϊκό τραγούδι: και τώρα η καημένη, γκρίζα και μαραμένη, γιατ’ ο σεβντάς του μάγκα δε μ’ αφήνει, με τρέλανε ο μόρτης ο κοκαϊνοπότης, γι’ αυτό κι εγώ φουμάρω κοκαΐνη // αμάν, αμάν, όπλες, κούκλα μου κουκλίτσα σου, αμάν, αμάν, εσύ μ’ έχεις τρελάνει, Ελενίτσα μου
- μη με τρελαίνεις! ή μη με τρελάνεις! έκφραση αγανάκτησης σε κάποιον που διαστρεβλώνει επανειλημμένα τα λόγια μας: «σου είπα χίλιες φορές πως δεν είπα αυτό το πράγμα, μη με τρελάνεις! || μα συνέχεια λες διαφορετικά πράγματα απ’ αυτά που είπα, μη με τρελαίνεις!»·
- μου τρέλανε το μυαλό, βλ. λ. μυαλό·
- πόσα θες να μας τρελάνεις; α. έκφραση ειρωνείας σε κάποιον που μας λέει ή μας ζητάει παράλογα πράγματα. β. έκφραση θαυμασμού σε πολύ όμορφη γυναίκα που τη βλέπουμε να περνάει από μπροστά μας. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- τον τρελαίνω στη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- τον τρέλανα στα ζίλια, βλ. λ. ζίλι·
- τον τρέλανα στα μπάτσα ή τον τρέλανα στις μπάτσες, βλ. λ. μπάτσα·
- τον τρέλανα στα σκαμπίλια, βλ. λ. σκαμπίλι1·
- τον τρέλανα στα χαστούκια, βλ. λ. χαστούκι·
- τον τρέλανα στις καρπαζιές, βλ. λ. καρπαζιά·
- τον τρέλανα στις κλοτσιές, βλ. λ. κλοτσιά·
- τον τρέλανα στις μπουνιές, βλ. λ. μπουνιά·
- τον τρέλανα στις πλάκες, βλ. λ. πλάκα·
- τον τρέλανα στις σφαλιάρες, βλ. λ. σφαλιάρα·
- τον τρέλανα στις φάπες, βλ. λ. φάπα·
- τον τρέλανε στο ξύλο, βλ. λ. ξύλο.