τρεις, τρεις, τρία, αριθμ. επίθ. απόλ. [<αρχ. τρεῖς, τρία]· τρεις· βλ. και λ. τρία. (Ακολουθούν 33 φρ.)·
- δυο λαλούν και τρεις χορεύουν, βλ. λ. χορεύω·
- δυο τρεις, βλ. λ. δυο·
- ένας είναι ένας, δυο είναι έντεκα, τρεις είναι εκατόν έντεκα, βλ. λ.ένας·
- κάθε τρεις και δέκα, βλ. λ. κάθε·
- κάθε τρεις και πέντε, βλ. λ. κάθε·
- κάθε τρεις και λίγο, βλ. λ. λίγος·
- κάνα δυο (καναδυό) τρεις, βλ. λ. δυο·
- μια του κλέφτη, δυο του κλέφτη, τρεις και η κακή του μέρα ή μια του κλέφτη, δυο του κλέφτη, τρεις και την κακή του μέρα, βλ. λ. κλέφτης·
- μια του φίλου, δυο του φίλου, τρεις και η κακή του μέρα ή μια του φίλου, δυο του φίλου, τρεις και την κακή του μέρα, βλ. λ. φίλος·
- μου πάει τρεις και δέκα, βλ. συνηθέστ. μου πάει τρεις τριανταμία·
- μου πάει τρεις και μία, βλ. φρ. μου πάει τρεις τριανταμία·
- μου πάει τρεις τριανταμία, φοβάμαι πάρα πολύ, τρομοκρατούμαι: «όταν περνώ βράδυ έξω από νεκροταφείο, μου πάει τρεις τριανταμία». Συνών. μου πάει έξι κι ένα ή μου πάει έξι και μία / μου πάει ζουμί (β) / μου πάει νερό (β) / μου πάει πέντε πέντε / μου πάει ριπιτίδι / μου πάει τσίρλα (β)·
- ο αδερφός κι εγώ ενάντια στον ξάδερφο, κι οι τρεις μαζί ενάντια στον ξένο, βλ. λ. ξένος·
- οι τρεις Μάγοι με τα δώρα ή σαν τους τρεις Μάγους με τα δώρα, βλ. λ. δώρο·
- οι τρεις Χάριτες, βλ. λ. χάρη·
- όπου δυο κι αυτός τρεις, βλ. λ. αυτός·
- παίρνει τρεις κι εξήντα, (ειρωνικά ή περιφρονητικά) παίρνει πενιχρότατο μισθό για την εργασία που προσφέρει: «σκοτώνεται όλη τη μέρα στη δουλειά στο εργοστάσιο και παίρνει τρεις κι εξήντα το μήνα». Αναφορά στους προπολεμικούς μισθούς των εργατών και των υπαλλήλων·
- τα τρία μηδενικά, βλ. λ. μηδενικό·
- τα τρία οχτάρια, βλ. λ. οχτάρι·
- το θαύμα κρατάει τρεις μέρες, βλ. λ. θαύμα·
- το κάνει κάθε δυο και τρεις, βλ. λ. κάθε·
- το κάνει κάθε τρεις και δέκα, βλ. λ. κάθε·
- το κάνει κάθε τρεις και λίγο, βλ. λ. κάθε·
- το κάνει κάθε τρεις και πέντε, βλ. λ. κάθε·
- τρεις κι (η) αγιά Τριάδα, βλ. λ. άγιος·
- τρεις κι εξήντα, α. πενιχρότατος μισθός ή χαρτζιλίκι: «πού πας με τρεις κι εξήντα το μήνα να κάνεις την μεγάλη ζωή!». (Τραγούδι: έξοδος, τρεις κι εξήντα λεμονάδα για μένα, serano για σένα αρχές του ’60).β. σε τιμή εξευτελιστική: «δεν έχω απαιτήσεις απ’ αυτό τ’ αυτοκίνητο γιατί τ’ αγόρασα τρεις κι εξήντα»·
- τρεις κι ο κούκος, βλ. λ. κούκος·
- τρεις κι ο Κύρκος, ειρωνική αναφορά στο πολιτικό κόμμα της ΕΑΡ με αρχηγό τον Λεων. Κύρκο, επειδή είχε ολιγάριθμους οπαδούς: «πώς να κάνει κυβέρνηση η ΕΑΡ, αφού είναι τρεις κι ο Κύρκος». Παραφθορά της λ. κούκος σε Κύρκος·
- τρεις κι ο Χατζηπετρής, (για τάβλι) συνοδευτική έκφραση του τέταρτου παιξίματος του πουλιού του από τον παίχτη που έφερε διπλή ζαριά, ιδίως κάπως μεγάλη·
- τρεις το αβγό κι ο κρόκος χώρια, βλ. λ. κρόκος·
- τρεις το λάδι, δυο το ξίδι, πέντε το λαδόξιδο ή τρεις το λάδι, τρεις το ξίδι, έξι το λαδόξιδο, βλ. λ. λάδι·
- τρεις το λάδι, τρεις το ξίδι, βλ. λ. λάδι·
- τρεις το λάδι, τρεις το ξίδι, τρεις και το λαδόξιδο, βλ. λ. λάδι.