τουρλού, το, άκλ. ουσ. [<τουρκ. türlü]. 1. λαδερό φαγητό από διάφορα είδη λαχανικών ανακατεμένων και κομμένων σε μικρά κομματάκια: «το τουρλού είναι πολύ θρεπτικό φαγητό». 2. σε θέση επιρρ. συνήθως επαναλαμβανόμενο τουρλού τουρλού, ανάκατα, μπερδεμένα: «όλα μέσ’ στο δωμάτιο ήταν τουρλού τουρλού»·
- έγινε τουρλού η δουλειά ή η δουλειά έγινε τουρλού, βλ. λ. δουλειά·
- έκανα τουρλού τη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- τα κάνω τουρλού, ανακατεύω, μπερδεύω μια δουλειά, μια υπόθεση, μια κατάσταση ή μια σχέση: «έτσι όπως τα ’κανες τουρλού, να δούμε τώρα πώς θα τα ξεμπερδέψουμε!». Από την εικόνα του φαγητού·
- τα κάνω τουρλού τουρλού Αγκόπ, ανακατεύω, μπερδεύω μια δουλειά, μια υπόθεση, μια κατάσταση ή μια σχέση σε μεγάλο βαθμό: «δεν μπορώ να βγάλω άκρη, γιατί τα ’κανες τουρλού τουρλού Αγκόπ». Ο Αγκόπ ήταν ένας Αρμένης αστείος, γκαφατζής ήρωας του ελληνικού κινηματογράφου της δεκαετίας του 1950 και του 1960, που μπέρδευε κάθε τόσο διάφορες καταστάσεις·
- τα κάνω τουρλού τουρλού μανιφατούρα, ανακατεύω, μπερδεύω μια δουλειά, μια υπόθεση μια κατάσταση ή μια σχέση τόσο πολύ, που δεν μπορώ να βγάλω άκρη: «τον άφησα για μια βδομάδα στο πόδι μου και μου τα ’κανε τουρλού τουρλού μανιφατούρα»· βλ. και λ. μανιφατούρα·
- τον κάνω τουρλού, τον δέρνω άγρια, τον ξυλοκοπώ και, κατ’ επέκταση, τον κατανικώ: «να του πείτε πως, αν τον πιάσω στα χέρια μου, θα τον κάνω τουρλού || όσες φορές έχουμε παλέψει, τον έκανα τουρλού»·
- τουρλού τουρλού Αγκόπ, πολύ ανάκατα, πολύ μπερδεμένα: «όλα μέσ’ στο δωμάτιο ήταν τουρλού τουρλού Αγκόπ»·
- τουρλού τουρλού μανιφατούρα, τόσο ανάκατα, τόσο μπερδεμένα, που δεν μπορεί να βγάλει κανείς άκρη: «δεν μπόρεσα να βρω αυτό που ζητούσα στο υπόγειο, γιατί όλα εκεί μέσα είναι τουρλού τουρλού μανιφατούρα»· βλ. και λ. μανιφατούρα.