τουμπεκί, το, ουσ. [<τουρκ. tömbeki]. 1. είδος εύοσμου περσικού καπνού, που ψιλοκομμένος και αναμεμειγμένος με χασίσι φουμάρεται με αργιλέ: «έφερε φρέσκο τουμπεκί και τον έβαλε στον αργιλέ του». (Λαϊκό τραγούδι: τουμπεκί απ’ την Περσία βρε, πίνει ο μάγκας με ησυχία // φούμαραν κι ήτανε τζούρα, φώναξαν τον τεκετζή: δεν κατάλαβα μαστούρα, ήταν σκέτο τουμπεκί // κι αντί για διάκο και παπά, λαμπάδες και λουλούδια, κόψτε σπαγάνια τουμπεκιά και πέστε μου τραγούδια). 2. ως επιφών. τουμπεκί! σιωπή! σκασμός! σκάσε(!): «εσύ τουμπεκί!»·
- κάνω τουμπεκί (ψιλοκομμένο), α. (στη γλώσσα της αργκό) δε λέω τίποτα, δε μιλώ, σιωπώ: «όταν μιλούν οι μεγαλύτεροι, εγώ κάνω τουμπεκί κι ακούω προσεκτικά το τι λένε». (Λαϊκό τραγούδι: όταν καπνίζει ο λουλάς εσύ δεν πρέπει να μιλάς, κοίταξε τριγύρω οι μάγκες κάνουν όλοι τουμπεκί // όταν μιλώ εγώ κι επιμένω, εσύ θα κάνεις τουμπεκί ψιλοκομμένο). β. προσποιούμαι τον ανήξερο, προσποιούμαι άγνοια, κάνω πως δεν καταλαβαίνω: «ήρθε και ρωτούσε για σένα ένας μυστήριος τύπος, αλλά έκανα τουμπεκί κι έφυγε».