άρχοντας, ο, πλ. άρχοντες κ. αρχόντοι κ. αρχοντάδες κ. αρχόντηδοι, οι, θηλ. αρχόντισσα, η (βλ. λ.), ουσ. [<από την αιτιατ. του αρχ. ουσ. ἄρχων, μτχ. ενεστ. του ρ. ἄρχω], ο άρχοντας. 1. αυτός που κατάγεται από μεγάλο, από αρχοντικό σόι: «γεννήθηκε άρχοντας». 2. αυτός που είναι επιβλητικός, ευγενικός και γενναιόδωρος, ο αρχοντάνθρωπος: «για τον τάδε δεν μπορώ να πω τίποτα, γιατί είναι σωστός άρχοντας». 3. ο πλούσιος: «ένας άρχοντας σπάνια συναναστρέφεται τη φτωχολογιά». (Λαϊκό τραγούδι: ξύπνησε η Σαλονίκη πάλι, άρχισε σκληρή η βιοπάλη, όμως το κορίτσι μου κι εγώ άρχοντες θα νιώθουμε κι οι δυο // κόλακα και καταφερτζή τους αρχοντάδες προσκυνάς δικαιολογία σου φτηνή, πεινάς, ταλαίπωρε, πεινάς // κουράστηκα για να σε αποχτήσω, αρχόντισσά μου, μάγισσα τρελή, σαν θαλασσοδαρμένος μεσ’ στο κύμα, παρηγοριά ζητούσα, ο δόλιος στη ζωή
- αρχόντου λόγος και πορδές γαϊδάρου ένα, βλ. λ. γάιδαρος·
- ξετσιπωμένα μούτρα, για πουτάνα για άρχοντας, βλ. λ. μούτρο·
- όταν ο άρχοντας κλάνει, ο λαός το παρακάνει, όταν αυτός που είναι υπεύθυνος για κάτι δεν ενδιαφέρεται για τη σωστή τήρηση της τάξης, τότε επικρατεί γενική αναρχία, ασυδοσία: «παράτα τα γλέντια και τα ξενύχτια και συγκεντρώσου στη δουλειά σου και στους υπαλλήλους σου, γιατί όταν ο άρχοντας κλάνει, ο λαός το παρακάνει». Συνών. κλάνει ο νοικοκύρης, χέζει ο μουσαφίρης·
- του φτωχού το κέρατο στο κούτελο και τ’ άρχοντα στο γόνατο, βλ. λ. κέρατο.