τοπούζι, το, ουσ. [<τουρκ. topuz (= ρόπαλο)], άνθρωπος εγωιστής, πεισματάρης: «είναι τόσο τοπούζι αυτός ο άνθρωπος, που, άμα πει κάτι, δεν αλλάζει γνώμη με τίποτα»·
- τοπούζι που σου χρειάζεται! βλ. συνηθέστ. βρεγμένη σανίδα που σου χρειάζεται! λ. σανίδα.