Τοκτοκίδης, ο, θηλ. Τοκτοκίδου, η, επώνυμο [<τοκ τοκ + κατάλ. -ίδης], ιδίως εύχρ. στις φρ. κυρία Τοκτοκίδου και κύριος Τοκτοκίδης, (ειρωνικά ή υποτιμητικά) η ηλίθια, ο ηλίθιος: «μην ξαναφέρεις στην παρέα μας αυτόν τον κύριο Τοκτοκίδη, γιατί μας κάνει ρεζίλι».