τίμιος, -α, -ο, επίθ. [<αρχ. τίμιος <τιμή], τίμιος· που είναι έντιμος, ηθικός, χρηστός: «είναι τίμιος άνθρωπος || έχει τίμια συμπεριφορά». Επίρρ. τίμια·
- μα τον Τίμιο Σταυρό, βλ. φρ. σταυρός·
- ξηγιέμαι τίμια, συμπεριφέρομαι χωρίς δόλο, συμπεριφέρομαι έντιμα, ηθικά: «όταν μου συμπεριφέρονται σωστά, ξηγιέμαι κι εγώ τίμια». (Λαϊκό τραγούδι: και έχε το υπόψη σου, μανούρι και κανέλα, να μου ξηγιέσαι τίμια μην κάνω καμιά τρέλα
- ο τίμιος δρόμος, βλ. λ. δρόμος·
- περπατώ τίμια κι άγια, βλ. λ. άγιος·
- πτωχός πλην τίμιος, α. λέγεται ειρωνικά για άτομο που επιδιώκει να επιδεικνύει την τιμιότητά του σε μεγάλο βαθμό, έχοντας την εντύπωση πως με τον τρόπο αυτό απαλύνει τη φτώχεια του: «δε θέλω κουβέντα για τον τάδε, γιατί είναι πτωχός πλην τίμιος και οι Πύλες του Παραδείσου θα είναι ανοιχτές γι’ αυτόν». β. λέγεται και με ειρωνική διάθεση για φτωχό άτομο·
- τίμια πράγματα! α. έκφραση με την οποία ζητάμε την επιβεβαίωση του συνομιλητή μας πως δε θα υπάρξει στη μεταξύ μας συναλλαγή ή συναναστροφή απάτη, δόλος ή αδικία: «όποια δουλειά κάνουμε ή όσο καιρό θα ’μαστε μαζί, θέλω να ’ναι όλα σωστά και ξεκαθαρισμένα. Τίμια πράγματα!». β. έκφραση με την οποία επιβεβαιώνουμε σε κάποιον πως θα του συμπεριφερθούμε με τον τρόπο που του προαναφέραμε: «αν ξαναπειράξεις την κόρη μου, θα σε σπάσω στο ξύλο. Τίμια πράγματα!»·
- φέρομαι τίμια κι άγια, βλ. λ. άγιος.