τηλεόραση, η, ουσ. [<γαλλ. television <αρχ. ελλ. επίρρ. τῆλε (= μακριά) + όραση], η τηλεόραση. Υποκορ. τηλεορασίτσα κ. τηλεορασούλα, η·
- ανάβω την τηλεόραση, πατώ το συγκεκριμένο κουμπί για να αρχίσει να εκπέμπει: «μόλις θα πατήσει το πόδι του μέσα στο σπίτι, η πρώτη του δουλειά είναι ν’ ανάψει την τηλεόραση»·
- ανοίγω την τηλεόραση, βλ. φρ. ανάβω την τηλεόραση·
- είμαι στην τηλεόραση, ασχολούμαι, δουλεύω στην τηλεόραση ως τεχνικός, ως παρουσιαστής ή ως παραγωγός διάφορων τηλεοπτικών παραγωγών: «εδώ και δέκα χρόνια είμαι στην τηλεόραση»·
- θα σε βγάλω στην τηλεόραση, βλ. συνηθέστ. θα σε βγάλω στις ειδήσεις, λ. είδηση·
- κάνω τηλεόραση, βλ. φρ. είμαι στην τηλεόραση·
- κλείνω την τηλεόραση, βλ. φρ. σβήνω την τηλεόραση·
- σβήνω την τηλεόραση, πατώ το συγκεκριμένο κουμπί για να πάψει να εκπέμπει: «μην ξεχάσεις φεύγοντας να σβήσεις την τηλεόραση || σβήσε, επιτέλους, την τηλεόραση και διάβασε κανένα βιβλίο!»·
- τον βλέπω για την τηλεόραση, βλ. συνηθέστ. τον βλέπω για τις ειδήσεις, λ. είδηση·
- χαμηλώνω την τηλεόραση, ελαττώνω την ένταση του ήχου της: «χαμήλωσε την τηλεόραση, γιατί είναι περασμένη η ώρα».