τζερτζελές, ο, ουσ. [ίσως από το τουρκ. zerzele (= σεισμός)]. 1. (στη γλώσσα της αργκό) πολλά λόγια χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο: «άσε κατά μέρος τον τζερτζελέ και πες μου κατευθείαν ποιος φταίει». 2. ευχάριστη ή δυσάρεστη κατάσταση, σύγχυση ή φασαρία, και το έντονο ενδιαφέρον που παρουσιάζει από άποψη θεάματος ή κουτσομπολιού: «όπου τζερτζελές, πρώτος και καλύτερος ο δικός σου». Συνών. νταβανάς / σασιρμάς / φραμπαλάς (3) / χαβαλές (3) / χουλιαμάς·
- γουστάρω τζερτζελέ, θέλω ή επιδιώκω να δημιουργήσω κάποια δυσάρεστη ή ευχάριστη κατάσταση, σύγχυση ή φασαρία: «μόλις μπούμε στο μαγαζί του, γουστάρω τζερτζελέ, γιατί δεν τον πάω καθόλου αυτόν τον τύπο || μόλις κάτσουμε στο τραπέζι, θα φωνάξουμε τα όργανα πάνω απ’ το κεφάλι μας, γιατί γουστάρω τζερτζελέ». Συνών. γουστάρω νταβανά / γουστάρω σασιρμά / γουστάρω φραμπαλά / γουστάρω χαβαλέ / γουστάρω χουλιαμά·
- έγινε τζερτζελές, δημιουργήθηκε ευχάριστη ή δυσάρεστη κατάσταση, σύγχυση ή φασαρία, που παρουσίασε έντονο ενδιαφέρον από άποψη θεάματος ή κουτσομπολιού: «μαζεύτηκε όλη η παρέα στο πάρτι του τάδε κι έγινε σπουδαίος τζερτζελές || μόλις άρχισαν να βγάζουν ο ένας τ’ άπλυτα στη φόρα του άλλου, έγινε μεγάλος τζερτζελές, γιατί στο τέλος πιάστηκαν και στα χέρια». Συνών. έγινε νταβανάς / έγινε σασιρμάς / έγινε φραμπαλάς / έγινε χαβαλές / έγινε χουλιαμάς·
- έχει τζερτζελέ, διαδραματίζεται κατάσταση ευχάριστη ή δυσάρεστη, που παρουσιάζει έντονο ενδιαφέρον από άποψη θεάματος ή κουτσομπολιού: «πάμε γρήγορα στο τάδε μαγαζί, γιατί έμαθα πως έχει τζερτζελέ». Συνών. έχει νταβανά / έχει σασιρμά / έχει φραμπαλά / έχει χαβαλέ / έχει χουλιαμά·
- κάνω τζερτζελέ, δημιουργώ ευχάριστη ή δυσάρεστη κατάσταση, κάνω φασαρία: «εκεί που θα πάμε δε θέλω να κάνεις τζερτζελέ». Συνών. κάνω νταβανά / κάνω σασιρμά / κάνω φραμπαλά / κάνω χαβαλέ (α) / κάνω χουλιαμά·
- τζερτζελές να γίνεται, λέγεται για κατάσταση, ευχάριστη ή δυσάρεστη, που δημιουργείται από κάποιον μέσα στην παρέα μόνο και μόνο για να περάσει η ώρα: «πάλι πάρτι θα κάνετε; -Τζερτζελές να γίνεται || πάλι τους βάζεις λόγια να μαλώσουν; -Τζερτζελές να γίνεται». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το έλα μωρέ. Συνών. νταβανάς να γίνεται / σασιρμάς να γίνεται / φραμπαλάς να γίνεται / χαβαλές να γίνεται / χουλιαμάς να γίνεται.